«Ψυχραιμία» συνιστά κυβερνητικός αξιωματούχος μετά την «έκρηξη» της τιμής του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.
«Πρώτα θα μετρήσουμε τις επιπτώσεις και μετά θα δράσουμε» συμπληρώνει ο ίδιος, ξεκαθαρίζοντας ότι το ζητούμενο δεν είναι η έκτακτη εισοδηματική ενίσχυση προς τους οικονομικά ευάλωτους, που έχει ήδη «κλειδώσει», αλλά το πώς μπορούν να στηριχθούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά πέρα από το μοντέλο επιδότησης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, το οποίο θα καλύψει κατ’ αρχάς όλο το πρώτο εξάμηνο.
Με το στόχο για περιορισμό του ελλείμματος στο 1,4% να είναι αδιαπραγμάτευτος -τουλάχιστον ως και πριν από την κλιμάκωση του ουκρανικού- το ζητούμενο ήταν να βρεθεί μια κοινή ευρωπαϊκή φόρμουλα, έτσι ώστε οι αναγκαίοι πόροι για την αντιμετώπιση της αύξησης του ενεργειακού κόστους, να μη δημιουργήσουν και δημοσιονομικό πρόβλημα.
Το πρώτο και καθοριστικό βήμα έγινε με τη σχετική αναφορά στο Κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μετά από ελληνική εισήγηση και πλέον η σκυτάλη πάει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Eurogroup, που συμπεριέλαβε εκτάκτως στην ατζέντα του τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Αν και εκτιμάται ότι είναι πρόωρο να περιμένει κανείς αποφάσεις σήμερα κιόλας από τους υπουργούς Οικονομικών, από αυτές τις πρώτες διερευνητικές συζητήσεις πιθανότατα η ελληνική πλευρά θα σχηματίσει άποψη για το πώς μπορεί να κινηθεί με ασφάλεια το επόμενο διάστημα.
Ένα κοινό Ευρωπαϊκό Ταμείο, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης, για τη χρηματοδότηση «πυροσβεστικών» μέτρων απέναντι στο ενεργειακό κόστος θα ήταν ιδανικό, ωστόσο η διαδικασία για το στήσιμο του μοιάζει χρονοβόρα σε σχέση με τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Από την άλλη, η εξαίρεση αυτών των δαπανών από το δημοσιονομικό αποτέλεσμα κάθε χώρας θα ήταν ευπρόσδεκτη, ωστόσο αυτή η συνταγή δεν εφαρμόστηκε ούτε στην περίοδο της πανδημίας, όπου απλώς ενεργοποιήθηκε η ρήτρα διαφυγής και “πάγωσαν” οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, χωρίς αυτό να αποτρέπει την συσσώρευση ελλειμμάτων και χρεών στα κράτη- μέλη.
Η εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου τις πρώτες ώρες της ρωσικής εισβολής τρόμαξε και τους πιο ψύχραιμους. Μετά από διάστημα περίπου δύο μηνών, όπου η τιμή είχε σταθεροποιηθεί πάνω- κάτω στα 70 ευρώ παρά τα σενάρια πολέμου, η άνοδος κατά 60% μέσα σε λίγες ώρες προσγείωσε πολύ κόσμο στη σκληρή πραγματικότητα. Αν και ως το κλείσιμο, η τιμή του είχε υποχωρήσει γύρω στα 118 ευρώ, άπαντες σκέφτονται την «επόμενη ημέρα», πόσο μάλλον αν η Μόσχα απαντήσει με ενεργειακά αντίποινα στις κυρώσεις των Ευρωπαίων.
Έντονος προβληματισμός υπάρχει και όσον αφορά στον «καλπασμό» της τιμής του πετρελαίου, που συμπαρασύρει τις τιμές των καυσίμων. Θέμα μείωσης των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης δεν εξετάζεται στην παρούσα φάση, παρά την αναθέρμανση της συζήτησης, ενώ δειλά-δειλά μπαίνει στο δημόσιο διάλογο το ενδεχόμενο πλαφόν (διατίμηση) στην τιμή της βενζίνης, τουλάχιστον στις περιοχές που ήδη έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 ευρώ.