Δέσμια του εφιάλτη της πανδημίας παραμένει η ευρωπαϊκή, άρα και η ελληνική οικονομία, πόσο μάλλον όταν οι στρεβλώσεις που έχει ήδη προκαλέσει στη λειτουργία των αγορών, είναι πολύ πιθανόν να παρατείνουν ή ακόμα και να επιτείνουν το κύμα ανατιμήσεων.
Η γενική εικόνα είναι ή μάλλον ήταν, ότι οι οικονομίες στην Ευρώπη ανακάμπτουν ταχύτερα και καλύπτουν το χαμένο έδαφος. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ίσα- ίσα που οι συνήθως στριφνοί τεχνοκράτες των Βρυξελλών συμφώνησαν με τα στοιχεία που άντλησαν κατά την πρόσφατη αξιολόγηση στην Αθήνα και επί της ουσίας συναίνεσαν να τεθεί ο πήχης μια μονάδα ψηλότερα, στο 7,1%. Αυτές οι εκτιμήσεις και οι μετρήσεις της Κομισιόν έγιναν, όμως, σε χρονικό σημείο που δεν είχε ακόμα σημειωθεί η εκτίναξη των κρουσμάτων σε όλη την Ευρώπη.
Οι «νάρκες» που απειλούν την τροχιά ανάκαμψης
Σε ειδικό κεφάλαιο της Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκει κανείς τις «νάρκες» που απειλούν την τροχιά ανάκαμψης. «Ο επίμονος υγειονομικός κίνδυνος από την πανδημία, μπορεί να συγκρατήσει την ανάκαμψη» σημειώνουν οι τεχνοκράτες της Κομισιόν, εκφράζοντας το φόβο ότι η αύξηση των κρουσμάτων σε πολλές χώρες, μπορεί να επαναφέρει περιορισμούς, οι οποίοι θα έχουν επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα.
Κάτι τέτοιο, ειδικά σε χώρες εκτός Ευρώπης, θα παρατείνει τις στρεβλώσεις (bottlenecks) για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον ομαλό εφοδιασμό των αγορών και τις τιμές της ενέργειας. Σε αυτόν το φαύλο κύκλο, το οικονομικό κλίμα και η ψυχολογία θα πληγούν, τα κόστη παραγωγής θα αυξηθούν, οι επενδύσεις θα «φρενάρουν» και οι τιμές θα ανέβουν. Ειδικά όσον αφορά στο ενεργειακό κόστος, τα μηνύματα που εκπέμπει η Έκθεση είναι μάλλον αντικρουόμενα, καθώς ενώ ως βασικό σενάριο προβάλλεται η υποχώρηση της τιμής του φυσικού αερίου σε διαχειρίσιμα επίπεδα (στα 50 ευρώ) ως την Άνοιξη, στο ειδικό κεφάλαιο με την ανάλυση των κινδύνων, επισημαίνεται ότι οι τιμές ενδέχεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πυροδοτώντας ένα ισχυρότερο κύμα ανατιμήσεων αλλά και δευτερογενείς επιπτώσεις με μισθολογικές αυξήσεις πέρα από την παραγωγικότητα.
Τεράστια η απόκλιση στις τιμές του πετρελαίου σε σχέση με πέρσι
Το πόσο ρευστή είναι η κατάσταση φαίνεται κατ’ αρχάς από την τεράστια απόκλιση μεταξύ των Εαρινών και των Φθινοπωρινών Προβλέψεων για το πετρέλαιο. Αν και από τον περσινό Νοέμβριο η τιμή του μαύρου χρυσού είχε πάρει τον ανήφορο, οι τεχνοκράτες στις Βρυξέλλες εκφράζοντας περισσότερο ευσεβείς πόθους, είχαν λάβει ως υπόθεση εργασίας ότι φέτος η τιμή του πετρελαίου θα ήταν 63,9 δολάρια και 61,6 δολάρια το 2022. Πλέον, ο πήχης έχει ανέβει στα 71,6 δολάρια για φέτος και στα 78,9 δολάρια για του χρόνου! Όσο για το φυσικό αέριο, η ούτως η άλλως χλιαρή υποχώρηση ως τα 65 ευρώ, καλύφθηκε μέσα σε δύο 24ωρα και πλέον η τιμή «παίζει» στα 75 ευρώ, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Σε περιβάλλον δυναμικής ανάκαμψης, όπως αυτή αποτυπώνεται στους δείκτες του δευτέρου και του τρίτου τριμήνου, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία κατά περίπου 350 εκατ. Ευρώ δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως απολύτως ελεγχόμενη. Με δεδομένο, δε, ότι για το 2022 το βασικό σενάριο ανάπτυξης προβλέπει ρυθμούς γύρω στο 5%, στο υπουργείο Οικονομικών δεν θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες προβληματισμούς για το κατά πόσο νοικοκυριά κι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να συνδυάσουν τις τρέχουσες με τις εκκρεμείς υποχρεώσεις.
Εξαρση πανδημίας και ενεργειακή κρίση ανατρέπουν τα θετικά στοιχεία
Τα στοιχεία για τις πληρωμές φόρων του Σεπτεμβρίου είναι εντυπωσιακά, καθώς δείχνουν ποσοστά συμμόρφωσης 90,5% για το ΦΠΑ, σχεδόν 74% για το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και πάνω από 88% για τις επιχειρήσεις! Το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι αν η έξαρση της πανδημίας και η παρατεταμένη ενεργειακή κρίση, μπορούν να ανατρέψουν αυτήν την εικόνα στους μήνες που έρχονται. Τον προβληματισμό αυτό επιτείνουν τα αιτήματα που πέφτουν βροχή για παράταση των διευκολύνσεων και των μέτρων στήριξης, με φόντο τα πρώτα στοιχεία που μαρτυρούν πτώση τζίρου 30-40% την τελευταία εβδομάδα στο λιανικό εμπόριο και την εστίαση.
Οι διαφωνίες με την Εκθεση της Κομισιόν
Κι αν για φέτος τα πράγματα είναι λίγο ως πολύ διαμορφωμένα, το υπουργείο Οικονομικών έχει κάθε λόγο να επιθυμεί δημοσιονομική νηνεμία το 2022, όπου θα κριθούν δύο βασικά στοιχήματα. Το πρώτο αφορά στην έξοδο από το πλαίσιο Ενισχυμένης Εποπτείας και το δεύτερο στο «χτίσιμο» χώρου που θα επιτρέψει μόνιμες φοροελαφρύνσεις το 2023. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα με το… «καλημέρα», καθώς στην Έκθεση της Κομισιόν εντοπίζονται οι «σπόροι» διαφοράς αν όχι διαφωνίας για τις δημοσιονομικές επιδόσεις αυτής της κρίσιμης διετίας.
Στο Μεσοπρόθεσμο, το υπουργείο Οικονομικών έχει προβλέψει ότι το 2022 ο Προϋπολογισμός θα καταλήξει σε πρωτογενές έλλειμμα 0,5%, για να γυρίσει σε πλεόνασμα 2% το 2023. Ωστόσο, επί του παρόντος, η Κομισιόν δεν συμμερίζεται αυτούς τους υπολογισμούς, παρά το ότι συμπλέει με τις εκτιμήσεις της Αθήνας για το ΑΕΠ. Έτσι, για το 2022 «βλέπει» πρωτογενές έλλειμμα 1,4% και για το 2023 πλεόνασμα μόλις 1,3%. Πρακτικά, αυτή η διαφορά υπολογισμών «μεταφράζεται» σε χάσμα 3 δις ευρώ…