Λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, η μεσαία εισοδηματική τάξη καταβάλλει σήμερα το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν από την κρίση κατέβαλλε το 39,3%.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ειδικής ανάλυσης που κάνει ο ΣΕΒ, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα κατάφερε να βγει από την κρίση, αλλά με τα μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα να επωμίζονται ένα τεράστιο πρόσθετο φορολογικό βάρος. Ευκαιρίας δοθείσης, ο ΣΕΒ στέλνει μήνυμα και στην κυβέρνηση, τονίζοντας ότι τώρα που τα δημοσιονομικά έρχονται σε ισορροπία και έχει αρχίσει η αντιστροφή της υπερφορολόγησης, χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε η μείωση της φορολογίας να συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα, περιορισμό της φοροδιαφυγής και τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας. «Άλλωστε στην Ελλάδα οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται με βάση την αβεβαιότητα που βιώνει η μεσαία τάξη λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την υπερφορολόγηση, που την πλήττει», είναι το σαφές μήνυμα για την ανάγκη δραστικής αλλαγής της φορολογικής συνταγής.
Η μεσαία τάξη με διεθνείς ορισμούς
Με διεθνείς ορισμούς, η μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται ως το μερίδιο των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών. Με τους ορισμούς αυτούς, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκουν χονδρικά 1 στους 2 Έλληνες (54%), ενώ στην υψηλή εισοδηματική τάξη (άνω του 200% του διάμεσου) 1 στους 8 και στη χαμηλή εισοδηματική τάξη (κάτω του 75% του διάμεσου) 1 στους 3. Από τους τελευταίους, λιγότεροι από τους μισούς βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, που ορίζεται από τον ΟΟΣΑ στο 50% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος.
Πώς ορίζεται η μεσαία τάξη στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, λοιπόν, το διαθέσιμο εισόδημα για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά άνω των 14 ετών, προσδιορίζεται το 2018 σε €19,7 χιλ. Το εισόδημα αυτό σε σταθερές τιμές 2018 αυξήθηκε στη δεκαετία της υψηλής ανάπτυξης (με δανεικά…) σε €30 χιλ. περίπου (2009-2010) από €25 χιλ. το 2003, ενώ μειώθηκε δραματικά σε €19 χιλ. το 2014, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, λόγω της προσαρμογής των Μνημονίων, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά το ¼, και σήμερα, έξι χρόνια μετά, διαμορφώνεται σε €20 χιλ. περίπου. Νοικοκυριά αυτής της σύνθεσης θεωρούνται ότι ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική τάξη εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά τους βρίσκεται μεταξύ €14,7 χιλ. (75% του διάμεσου) και €39,3 χιλ. (200% του διάμεσου).
Με την ίδια λογική, ένα νοικοκυριό της ίδιας σύνθεσης ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή εισοδηματική τάξη εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά του είναι άνω των €39,3 χιλ. ή κάτω των €14,7 χιλ., αντιστοίχως. Τέλος, με διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από €9850, ένα νοικοκυριό βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Χονδρικά, λοιπόν, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα μιας 4μελούς οικογένειας στην Ελλάδα είναι €20 χιλ. περίπου, και με διαθέσιμο εισόδημα €15-€40 χιλ. η οικογένεια αυτή ανήκει στη μεσαία τάξη.
Από τα υψηλά στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα
Αναλύοντας τα μικροδεδομένα των Ερευνών Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ από το 2003 και μετά, την περίοδο των Μνημονίων παρατηρείται μια διόγκωση του μεριδίου των νοικοκυριών (και των αντίστοιχων εισοδημάτων) της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, αλλά και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης άνω του ορίου της φτώχειας, με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου των νοικοκυριών της υψηλής εισοδηματικής τάξης και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης κάτω του ορίου της φτώχειας. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια καθαρή μετανάστευση νοικοκυριών από τα υψηλά στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, με το μερίδιο των νοικοκυριών κάτω του ορίου της φτώχειας να μειώνεται, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος την περίοδο των Μνημονίων συντελέστηκε λαμβάνοντας υπόψιν κατά το δυνατόν την ανάγκη να μην πληγούν τα σχετικώς χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.