Εύθραυστη παραμένει η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρωζώνη, όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ
Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε σήμερα, η ΕΚΤ διαβλέπει κινδύνους για τις τράπεζες, καθώς η αδυναμία αντιμετώπισης του πιστωτικού κινδύνου σε ορισμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξασθένηση της ποιότητας του ενεργητικού τους, εάν επιβεβαιωθεί τελικώς το αρνητικό σενάριο για την ανάπτυξη.
Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι οι υψηλές αποτιμήσεις, σε συνδυασμό με τους γενικότερους κινδύνους, καθιστούν τις αγορές πιο ευάλωτες σε ξαφνικές διορθώσεις.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό. Τα υποκείμενα τρωτά σημεία καθιστούν τις αγορές μετοχών και εταιρικών πιστώσεων επιρρεπείς σε περαιτέρω μεταβλητότητα. Οι υψηλές αποτιμήσεις και η συγκέντρωση κινδύνων, ιδίως στις αγορές μετοχών, αυξάνουν τις πιθανότητες απότομων προσαρμογών.
Ειδικότερα, όσον αφορά στις τράπεζες, η ΕΚΤ επισημαίνει στην Έκθεση ότι το υψηλό κόστος δανεισμού και οι αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους εταιρικούς ισολογισμούς, με τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ να αναφέρουν μείωση των κερδών τους λόγω των υψηλών πληρωμών τόκων.
Οι προοπτικές για τις αγορές ακινήτων είναι μικτές, με τις τιμές των κατοικιών να σταθεροποιούνται, ενώ οι αγορές εμπορικών ακινήτων εξακολουθούν να είναι πιεσμένες λόγω των προκλήσεων που θέτουν η εξ' αποστάσεως εργασία και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Τα νοικοκυριά, αντίθετα, επωφελούνται από την ισχυρή αγορά εργασίας και έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητά τους αυξάνοντας τις αποταμιεύσεις και μειώνοντας το χρέος.
Αν και η συνολική αύξηση των πιστωτικών κινδύνων είναι μέχρι στιγμής σταδιακή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιέσεις εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος, γεγονός που θα μπορούσε, με τη σειρά του, να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Οι ζημίες από τα ανοίγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων σε εμπορικά ακίνητα, όπως εκτιμά η ΕΚΤ, κινδυνεύουν να αυξηθούν περαιτέρω και θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για μεμονωμένες τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια.
Συνολικά, ωστόσο, η ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας και τα ισχυρά αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο του δημοσίου χρέους, η Έκθεση τονίζει ότι παρά τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μετά την εκτίναξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα δημοσιονομικά θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν αδύναμα σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ. Το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, καθώς το χρέος που λήγει μετακυλίεται με επιτόκια υψηλότερα από εκείνα του ανεξόφλητου χρέους. Τα αυξημένα επίπεδα χρέους και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, σε συνδυασμό με τις αδύναμες μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και την αβεβαιότητα της πολιτικής, αυξάνουν τον κίνδυνο ότι η δημοσιονομική εκτροπή θα αναζωπυρώσει τις ανησυχίες της αγοράς για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ