Αποκλειστική ανάλυση για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας και προβλέψεις για το 2024 στο iefimerida του Athanasios Vamvakidis- Managing Director Global Head G10 FX Strategy της Bank of America/ Merrill Lynch.
«Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα έχει άλλη μια καλή χρονιά το 2024. Η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από το ισχυρό επίπεδο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με το σενάριο μιας ήπιας “προσγείωσης” της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά αναμένουμε ότι θα παραμείνει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ».
Αυτή είναι η γενική, ευοίωνη αν μη τι άλλο, εικόνα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, από τον Athanasios Vamvakidis, με φόντο τις αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου, που δείχνουν ότι η Ελλάδα αλλάζει πίστα. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η Ευρώπη δεν δείχνει να πατά πολύ καλά στα πόδια της, ο οικονομολόγος και Managing Director Global Head G10 FX Strategy της Bank of America/ Merrill Lynch, εκτιμά ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεχωρίσει.
«Η κυβέρνηση δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους, με πιθανή μια ακόμη υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι περισσότερες ξένες επενδύσεις και η επιτάχυνση των δαπανών των κονδυλίων της ΕΕ θα βοηθήσουν επίσης την οικονομία. Η πολιτική σταθερότητα και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει επίσης να συμβάλουν», σημειώνει ο A. Vamvakidis, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι το μέχρι πρότινος “αδύνατο” σημείο της Ελλάδας, δηλαδή το υψηλό της Χρέος, λειτουργεί πλέον αντίστροφα μετά την αναδιάρθρωση του: “Η Ελλάδα είναι η λιγότερο “ευαίσθητη” ευρωπαϊκή οικονομία στα υψηλά παγκόσμια επιτόκια, καθώς το δημόσιο χρέος είναι ως επί το πλείστον σταθερό με πολύ χαμηλά επιτόκια, ενώ την προηγούμενη δεκαετία δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου δανεισμός από τον ιδιωτικό τομέα. Αν και η αγορά ανέμενε ήδη ότι η Ελλάδα θα λάβει επενδυτική βαθμίδα φέτος, αυτό έχει επίσης οδηγήσει σε θετική δυναμική”.
Οι κίνδυνοι
Η Ελλάδα φυσικά δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από αρνητικές εξελίξεις. Αυτό που αναδεικνύει το υψηλόβαθμο στέλεχος της Bank of America/ Merrill Lynch, είναι το σενάριο του επίμονου πληθωρισμού.
“Παρόλα αυτά, το επόμενο έτος ενέχει αρκετούς κινδύνους για την Ελλάδα, κυρίως από το εξωτερικό περιβάλλον. Οι αγορές υποθέτουν μια ήπια “προσγείωση” και μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής το επόμενο έτος, αλλά μια σκληρή “προσγείωση”, ένας επίμονος πληθωρισμός και προκλήσεις στην πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Εάν νέοι κλυδωνισμοί της προσφοράς ωθήσουν τις τιμές της ενέργειας σε υψηλά επίπεδα για άλλη μια φορά, η Ελλάδα θα επηρεαστεί ιδιαίτερα αρνητικά. Οι αγορές αγνόησαν ως επί το πλείστον τη γεωπολιτική φέτος, αλλά οι κίνδυνοι για κλιμάκωση παραμένουν”, επισημαίνει ο A. Vamvakidis, δίνοντας τη... συνταγή: “Όλα αυτά υποδηλώνουν την ανάγκη οι ελληνικές Αρχές να παραμείνουν σε επαγρύπνηση, να αποφύγουν τον εφησυχασμό και να προωθήσουν περισσότερες μεταρρυθμίσεις, εκμεταλλευόμενες τις καλές εποχές για όσο διαρκούν”.
Με φόντο τα σκληρά παζάρια για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, ο A. Vamvakidis, συμμερίζεται την άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να αντεπεξέλθει και στο “σκληρό” σενάριο, για το οποίο πιέζει το μπλοκ των Βόρειων. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τη στρατηγική επιλογή της Ευρώπης για την “πράσινη” μετάβαση, που σύμφωνα με υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα απαιτήσει επενδύσεις 584 δισ ευρώ ως το 2030.
«Η συζήτηση για τα δημοσιονομικά στην ΕΕ είναι επίσης καίριας σημασίας. Δεν αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα έχει δυσκολία να ανταποκριθεί στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά οι λεπτομέρειες και ο χρόνος εφαρμογής τους θα επηρεάσουν τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και με τη σειρά της την Ελλάδα.
Η Ευρώπη χρειάζεται ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς κανόνες που θα προωθήσουν τη δημοσιονομική εξυγίανση αλλά και θα αποφύγουν τις προκυκλικές πολιτικές. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για να διασφαλίσει την ενεργειακή ανεξαρτησία, να στηρίξει την “πράσινη ανάπτυξη”, να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, αλλά και να βελτιώσει τις αμυντικές ικανότητες. Όλα αυτά απαιτούν έναν πολύ μεγαλύτερο προϋπολογισμό της ΕΕ, για τον οποίο δεν υπάρχει συμφωνία. Μένει να δούμε πώς η Ευρώπη θα διευθετήσει αυτόν τον δημοσιονομικό κύκλο».