Η προσπάθεια επιβράδυνσης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ είναι ενδεχόμενο να έχει ανοίξει την πόρτα στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) για την άμβλυνση περαιτέρω αυξήσεων στα επιτόκια.
Αλλά οι υπεύθυνοι καθορισμού της πολιτικής της τράπεζας FED δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν μία σφιχτή νομισματική πολιτική, μέχρι την πλήρη υποχώρηση των πιέσεων από τις αυξήσεις των τιμών.
Η Fed είναι “πολύ, πολύ μακριά από την ανακοίνωση μιας νίκης''
Μία χθεσινή αναφορά του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ έδειξε ότι οι τιμές καταναλωτή (CPI) δεν αυξήθηκαν καθόλου τον Ιούλιο σε σύγκριση με τον Ιούνιο και αυτό είναι μόλις ένα βήμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας σύμφωνα με τους υπεύθυνους νομισματικής πολιτικής της Fed, με μία αγορά εργασίας στο κόκκινο, αλλά και τις τιμές των μετοχικών τίτλων να αυξάνονται, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αμερικανική οικονομία χρειάζεται περισσότερα από αυτά που θα δρομολογήσουν οι υψηλές τιμές δανεισμού, προκειμένου να εξομαλυνθεί.
Η Fed είναι “πολύ, πολύ μακριά από την ανακοίνωση μιας νίκης” κατά του πληθωρισμού, δήλωσε ο Νίιλ Κασκάρι πρόεδρος της Fed στη Μινεάπολη, σε μία ομιλία που έκανε στη διάσκεψη Aspen Ideas Conference, παρά τα ευπρόσδεκτα νέα για την αναφορά σχετικά με την πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή.
Ανάγκη για την πολιτική αύξησης των επιτοκίων
Ο Κασκάρι είπε ότι “δεν έχει δει τίποτα που αλλάζει” την ανάγκη για την πολιτική αύξησης των επιτοκίων από την Fed στο 3,9% από το τέλος της χρονιάς και στο 4,4% από το τέλος του 2023.
Τα επιτόκια βρίσκονται επί του παρόντος, στην περιοχή του 2,25% με 2,50%.
Ο Κασκάρι είναι σίγουρα ένα από τα πιο επιθετικά στελέχη της Fed, καθώς οι περισσότεροι από τους 18 συναδέλφους του πιστεύουν ότι μία λιγότερο σφιχτή πολιτική ίσως θα επαρκούσε προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον καλύτερο έλεγχο των τιμών.
Χαρακτηρίζοντας την αύξηση του πληθωρισμού “μη αποδεκτή”, ο Τσαρλς Έβανς, πρόεδρος της Fed στο Σικάγο, δήλωσε ότι πιστεύει πως η Fed είναι πιθανό να χρειαστεί να οριοθετήσει την πολιτική των επιτοκίων της στο 3,25-3,5% αυτή τη χρονιά και στο 3,75%-4% από τα τέλη της επόμενης χρονιάς, ευθυγραμμιζόμενη με τις προθέσεις του πρόεδρου της τράπεζας Τζερόμ Πάουελ κατά τη συνεδρίαση της διοίκησης της τον Ιούλιο.