Η οικονομία της αποδυναμωμένης λόγω της απομόνωσής της μετά το Brexit Βρετανίας βυθίστηκε σε σοβαρή κρίση μετά τις κινήσεις της νεοπαγούς κυβέρνησης Τρας, υπαγορευμένες από ένα μείγμα λαϊκισμού, φιλελευθερισμού και συντηρητισμού.
Με τον πληθωρισμό, την ακρίβεια και την άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση να ροκανίζουν τη βρετανική οικονομία, η πρωθυπουργός Λιζ Τρας και ο υπουργός της των Οικονομικών Κουάζι Κουαρτένγκ επιχείρησαν, με το πακέτο που ανακοίνωσαν στις 23 Σεπτεμβρίου, να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη με το μεγαλύτερο εδώ και μισό αιώνα σχέδιο μείωσης φόρων -χρηματοδοτούμενο με κρατικό δανεισμό- και ένα πρόγραμμα στήριξης των βρετανικών νοικοκυριών για να μπορούν να πληρώνουν τους λογαριασμούς της ενέργειας.
Ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που απειλεί τη βιωσιμότητα του βρετανικού χρέους, εξ ου και η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών που βύθισε τη στερλίνα σε ιστορικά χαμηλά και ώθησε στα ύψη τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Οι εξελίξεις και η επαπειλούμενη ανταρσία βουλευτών των κυβερνώντων Συντηρητικών υποχρέωσαν σε «κωλοτούμπα» την κυβέρνηση Τρας, με τον ΥΠΟΙΚ Κουαρτένγκ να αποσύρει τη Δευτέρα το σχέδιο για τη μείωση του φόρου εισοδήματος 45% στους πλούσιους - με ετήσιο εισόδημα δηλαδή άνω των 150.000 λιρών. Και η κυβέρνηση, που είχε παρουσιάσει το πακέτο της ως «μίνι προϋπολογισμό», καλείται τώρα να διαχειριστεί τις επιπτώσεις του.
«Είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα καταστάσεων απώλειας αξιοπιστίας», δήλωσε ο Αμερικανός πρώην ΥΠΟΙΚ επί Μπιλ Κλίντον, Λάρι Σάμερς, ο οποίος χαρακτήρισε «εντελώς ανεύθυνες» τις ανακοινώσεις τον περασμένο μήνα της βρετανικής κυβέρνησης.
«Αυτά συμβαίνουν συχνότερα σε αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά συνέβησαν και με τον [Γάλλο πρόεδρο] Φρανσουά Μιτεράν [το 1983], με την κυβέρνηση του Τζίμι Κάρτερ προτού διορίσει τον Πολ Φόλκερ στο τιμόνι της Fed το 1979, καθώς και με τον αριστερό πρώην υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Όσκαρ Λαφοντέν [το 1999]» συμπλήρωσε.
Η αποτυχημένη αντιγραφή της συνταγής Θάτσερ
Έτσι, η πρωθυπουργός της Βρετανίας «έγινε η πρώτη γυναίκα που μπήκε σε αυτό το κλαμπ ηγετών που λόγω δογματισμού αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο ενάντια στο οικονομικό περιβάλλον», σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Για τη Γαλλίδα οικονομολόγο Βερονίκ Ρις Φλόρες η κυβέρνηση Τρας «δίνει την εντύπωση ότι απέχει μακράν από την πραγματικότητα με ιδεολογικές αναφορές, οι οποίες στο παρόν πλαίσιο είναι καταδικασμένες σε αποτυχία». Η Βρετανίδα πρωθυπουργός θέλησε να εφαρμόσει μια άλλη εκδοχή της θεωρίας της «διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς» με τη μείωση των φόρων στους πλουσιότερους για να τονώσει την ανάπτυξη. Αλλά οι επενδυτές αμφέβαλαν, ενώ το ΔΝΤ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, παίρνοντας αποστάσεις από «μεγάλα και μη στοχευμένα δημοσιονομικά πακέτα σε αυτή τη συγκυρία», «η φύση» των οποίων «πιθανώς θα αυξήσει τις ανισότητες».
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός και ο υπουργός της των Οικονομικών ενήργησαν έχοντας κατά νου τις κινήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν ανέλαβε την εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μόνον που η «Σιδηρά Κυρία» της Βρετανίας, αν και μείωσε δραστικά τη φορολογία, είχε φροντίσει να αντισταθμίσει τη μείωση των εσόδων από τους φόρους στα εισοδήματα και στις επιχειρήσεις με αύξηση του ΦΠΑ και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Η κυβέρνηση Τρας, αντίθετα, δεν ακολούθησε αυτόν τον δρόμο, προτιμώντας μέτρα «αυτοκτονικά» από πολιτική άποψη, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός σφίγγει τη θηλιά στους Βρετανούς και μια αξιοσημείωτη μερίδα της εργατικής τάξης στη βόρεια Αγγλία που καλόβλεπε το Brexit, ψήφισε τους Τόρηδες στις εκλογές του 2019.
Το παράδοξο είναι ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν προέβλεψε πως με την εγκατάλειψη της δημοσιονομικής ορθοδοξίας θα προκαλούσε σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές -και συνακόλουθα και στους πολίτες- και προχώρησε στα σχέδιά της σε μια περίοδο κατά την οποία η Βρετανία πάσχει από διαρθρωτικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που αυξάνει την εξάρτησή της από τις εισροές κεφαλαίων από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ξένοι επενδυτές είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα αυτό, υπό τον όρο ότι θα είναι αξιόπιστες οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις, κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω.
Κι έτσι, τα κάστανα απ’ τη φωτιά και την επιχείρηση αποκατάστασης της εμπιστοσύνης καλείται να βγάλει η Τράπεζα της Αγγλίας.
Όπως σημειώνει η Monde, το λάθος της βρετανικής κυβέρνησης εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την προσήλωσή της σε μια υπόσχεση για το Brexit, που δεν υλοποιήθηκε, δηλαδή εκείνη της «Παγκόσμιας Βρετανίας», με το City να κυριαρχεί στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά, τα ρωσικά και κινεζικά κεφάλαια να εισρέουν σε πρωτόγνωρους ρυθμούς και τη σύναψη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
Λαϊκισμός και άρνηση
Όμως η Βρετανία, στην τρέχουσα συγκυρία, με τον πόλεμο σε εξέλιξη στην Ουκρανία, τη διαγραφόμενη αποσύνδεση της κινεζικής οικονομίας από τη Δύση, την άνοδο του προστατευτισμού, την απώλεια της πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά, δεν είναι παρά μια μέτρια, απομονωμένη δύναμη.
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να ακολουθήσει το όνειρο του μεγαλείου με ένα μείγμα λαϊκισμού και άρνησης της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Σρίμσλεϊ των FT, «η βρετανική οικονομία παρουσιάζει τις συννοσηρότητες ενός αποτυχημένου Brexit, που αποδυνάμωσε την ανθεκτικότητά της σε κραδασμούς. Ο μίνι προϋπολογισμός που παρουσίασε ο Κουάζι Κουαρτένγκ ήταν το τελικό σημείο της στρατηγικής μείωσης των φόρων που απαιτούσαν οι θιασώτες του Brexit. Αλλά, επειδή οι εξωτερικοί κραδασμοί και η κομματική πολιτική εμπόδιζαν τη μείωση των δαπανών, ήταν ευκολότερο να κηρύξει το τέλος της οικονομικής ορθοδοξίας».
Οι υπέρμαχοι του Brexit είχαν υποσχεθεί στους Βρετανούς τη χίμαιρα μιας «Σιγκαπούρης στον Τάμεση». Κάποιοι τώρα ισχυρίζονται πως είναι πιθανότερο η Βρετανία να καταλήξει «Καράκας στον Τάμεση». Το Ηνωμένο Βασίλειο, βέβαια, απέχει πολύ από κάτι τέτοιο, αλλά η ειρωνεία εν προκειμένω είναι ότι λίγες μέρες μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ -συμβόλου της βρετανικής επιρροής- οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντιμετωπίζουν τη χώρα όπως κάθε αναδυόμενη οικονομία.
-------------------------------------------------