Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% μεσοσταθμικά είναι ευπρόσδεκτη, θα δώσει ανάσες στα νοικοκυριά, αλλά είναι προφανές ότι δεν αρκεί από μόνη της για να δώσει ώθηση στην οικοδομή, πόσο μάλλον να αλλάξει τα δεδομένα που κατατάσσουν την Ελλάδα στο τρίτο σκαλοπάτι με την υψηλότερη φορολογία ακινήτων στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπαίνοντας στην κρίση οι φόροι στην ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 0,8% του ΑΕΠ. Το 2017 η επιβάρυνση έφτασε στο 2,7% κι όσο κι αν το ΑΕΠ έπεσε στη διάρκεια αυτών των ετών, είναι προφανές ότι για αυτήν την εκτίναξη των φόρων, ευθύνεται η αντιμετώπιση των ακινήτων ως… χήνα που γεννά χρυσά αυγά.
Φόροι στην ακίνητη περιουσία (% ΑΕΠ)
Ψηλά στην Ευρώπη η Ελλάδα σε επιβάρυνση στον ΕΝΦΙΑ
Επί της ουσίας, οι Έλληνες επιβαρύνονται κάτι λιγότερο από τους… Γάλλους και τους Βρετανούς, που κρατάνε τις δύο πρώτες θέσεις στη σχετική κατάταξη, χωρίς φυσικά να μπορεί να γίνει η παραμικρή σύγκριση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των τριών χωρών και την αγοραστική δύναμη των πολιτών τους. Λίαν αποκαλυπτική είναι και η αντίστοιχη μέτρηση- μελέτη του Tax Foundation, όπως αποτυπώνεται στο χάρτη, όπου φαίνεται ότι η Ελλάδα συγκεντρώνει το 8,1% των εσόδων της από τους φόρους περιουσίας, μένοντας πίσω μόνο από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία.
Ο ΕΝΦΙΑ στοίχισε στις τιμές των ακινήτων
Ο… ένοχος αυτής της έκρηξης φόρων είναι κυρίως ο ΕΝΦΙΑ, ενώ είχε προηγηθεί και το περιβόητο «χαράτσι της ΔΕΗ», το αξέχαστο ΕΕΤΗΔΕ. Η πρόσφατη ανάλυση του ΙΟΒΕ είναι εξόχως αποκαλυπτική. Η πτώση στις τιμές των ακινήτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης, συμπίπτει με την αρνητική πορεία του ΑΕΠ (Διάγραμμα 3.16). Μέχρι το 2ο τρίμηνο του 2011 οι τιμές των νέων διαμερισμάτων είχαν υποχωρήσει κατά 10,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2007, ενώ το ΑΕΠ την ίδια περίοδο είχε μειωθεί κατά 17,7%. Έτσι, η επίπτωση της πτώσης του ΑΕΠ στις τιμές των ακινήτων φαίνεται ότι ήταν περιορισμένη.
Ωστόσο, από τις αρχές του 2012 και μετά την επιβολή του φόρου στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα (ΕΕΤΗΔΕ), το ΑΕΠ υποχωρούσε με σαφώς χαμηλότερη ένταση έναντι των τιμών των ακινήτων. Η πτώση στις τιμές φαίνεται να επιταχύνεται ακριβώς μετά το 3ο τρίμηνο του 2011, καθώς σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων και την οξυμένη αβεβαιότητα στην οικονομία, η επιβολή της πρόσθετης φορολογίας στην ιδιοκτησία των ακινήτων επηρέασε αρνητικά τις τιμές τους. Με αυτή τη σημαντική επίπτωση στις τιμές και στις επενδυτικές αποδόσεις των ακινήτων, το ΕΕΤΗΔΕ και ο ΕΝΦΙΑ επιτάχυναν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, μειώνοντας την καταναλωτική δαπάνη και τις επενδύσεις σε κατοικίες. Συντέλεσαν, επίσης, στο πάγωμα της αγοράς ακινήτων, λόγω και της απότομης προοδευτικότητας της φορολογίας ακινήτων, αποτρέποντας την εξομάλυνση της κατανάλωσης με χρήση αποταμιεύσεων σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, δυσκολίας πληρωμής φόρων και αύξησης των προβληματικών δανείων.
Τα σημερινά δεδομένα με τον ΕΝΦΙΑ
Και φτάνουμε στο σήμερα. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν κατ’ αρχάς, ότι η μείωση του φόρου, που θα αποτυπωθεί στα φετινά εκκαθαριστικά, δεν αφορά στα ακίνητα των νομικών προσώπων, κάτι που σημαίνει πολύ απλά ότι οι επιχειρήσεις θα έχουν ακριβώς την ίδια επιβάρυνση, δηλαδή περίπου 450 εκατ..
Από την άλλη πλευρά, το «πάγωμα» του ΦΠΑ στα νεόδμητα και του Φόρου Υπεραξίας, εκτιμάται ότι θα διορθώσει τις στρεβλώσεις που φαίνονται να αναπτύσσονται στην κτηματαγορά, με πιο κραυγαλέα την αύξηση των τιμών στα προ του 2006 ακίνητα, τα οποία ως γνωστόν δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ. Οπως λένε, μάλιστα, χαρακτηριστικά κτηματομεσίτες, αυτήν την περίοδο αγοράζουν νεόδμητα ως επί το πλείστον Κινέζοι, Άραβες και πολίτες του πρώην Ανατολικού μπλοκ, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη «Χρυσή Βίζα».