Στη δίνη των σφοδρών ανατιμήσεων παραμένουν τα οπωροκηπευτικά, συμβάλλοντας στην επιβάρυνση των νοικοκυριών.
Πέρα από την κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής, που έχει γίνει ιδιαιτέρως αισθητή στους αγρότες από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οι ακραίες καιρικές συνθήκες, έχουν δημιουργήσει συνθήκες έλλειψης βασικών αγαθών με συνέπεια να ανέβουν και οι τιμές. Ο παγετός στις καλλιέργειες κερασιών- ροδακίνων, στη συνέχεια ο παρατεταμένος καύσωνας που διέλυσε τομάτες και κουνουπίδια αλλά και οι πυρκαγιές που «κατάπιαν» χιλιάδες στρέμματα λαχανικών- φρούτων και μόλις πρόσφατα η σφοδρή χιονόπτωση που «έθαψε» οπωροκηπευτικά και ρήμαξε θερμοκήπια, προστέθηκαν στον υπερδιπλασιασμό της τιμής του ρεύματος για τους παραγωγούς, καθώς και στις αυξήσεις ως και 100% σε λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόρους.
«Τρελές» αυξήσεις ακόμη και 300% σε σχέση με πέρσι
Ήδη, στα μηνιαία στοιχεία του πληθωρισμού καταγράφηκαν διψήφιες αυξήσεις σε νωπά λαχανικά και φρούτα και παρά τις παρεμβάσεις που έγιναν (μείωση ΦΠΑ στις ζωοτροφές και στα λιπάσματα, «κούρεμα» ως και 80% στη ρήτρα αναπροσαρμογής στο διάστημα Αυγούστου- Δεκεμβρίου και επιδότηση στα τιμολόγια Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου), οι αυξήσεις αυτές φαίνεται ότι έχουν «ουρά», αν ανατρέξει κανείς στις χονδρικές τιμές της Κεντρικής Αγοράς (ΟΚΑΑ).
Οι αυξήσεις φτάνουν ως και το 300% σε σχέση με πέρσι και είναι προφανές ότι μέχρι να φτάσουν στον καταναλωτή ανεβαίνουν περαιτέρω. Ενδεικτικά:
- Στα αγγουράκια η επικρατούσα τιμή είναι 2,70 ευρώ, όταν πέρσι ήταν 1 ευρώ. Πρόκειται για αύξηση 170%
- Τα κολοκυθάκια διατίθενται στη χονδρική προς 2 ευρώ, όταν πέρσι η επικρατούσα τιμή ήταν μόλις 0,50 ευρώ κι αυτό ισοδυναμεί με αύξηση 300%
- Τα κουνουπίδια πωλούνται σαν χρυσός, προς 1,30 ευρώ έναντι 0,45 ευρώ πέρσι
- Τα μπρόκολα προς 2 ευρώ έναντι 0,60 ευρώ πέρσι (+ 233%)
- Το σπανάκι προς 2 ευρώ έναντι 0,70 ευρώ πέρσι
- Τα τοματίνια προς 2,80 ευρώ έναντι 2 ευρώ πέρσι
- Τα μανταρίνια κλημεντίνες προς 1 ευρώ έναντι 0,60 ευρώ πέρσι
Αναζητά «εργαλεία» το οικονομικό επιτελείο
Η ένταση και η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων, έστω κι αν οφείλονται κατά κύριο λόγο σε εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι διεθνείς τιμές των καυσίμων ή των πρώτων υλών, έχουν κινητοποιήσει προ πολλού το οικονομικό επιτελείο, που αναζητά τα ενδεδειγμένα «εργαλεία», τα οποία θα πλαισιώσουν και θα συμπληρώσουν τις επιδοτήσεις/ εκπτώσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. Το σενάριο της μείωσης του ΦΠΑ, έστω για περιορισμένο χρονικό διάστημα, φαίνεται ότι μπαίνει στο συρτάρι, καθώς ουδείς μπορεί να διασφαλίσει ότι το όφελος θα φτάσει ως τις τσέπες των καταναλωτών και δεν θα «χαθεί» στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Όπως ανέδειξε πρόσφατη μελέτη του ΙΕΛΚΑ, η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην συγκεκριμένη κατάταξη βρίσκεται στην 6η θέση με τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. Η βασική διαφοροποίηση είναι ότι πολλές χώρες και ιδιαίτερα οι χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν έναν αρκετά χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ για τα τρόφιμα πρώτης ανάγκης (π.χ. ψωμί, γαλακτοκομικά κλπ), ο οποίος κατά κανόνα κυμαίνεται στο ύψος του 4% έως 7%, όταν στην Ελλάδα τα αντίστοιχα αγαθά έχουν διπλάσιο ή τριπλάσιο συντελεστή ΦΠΑ 13%.
Στο τραπέζι επιδοματικές ενισχύσεις σε ευάλωτα νοικοκυριά
Επιπλέον, το δημοσιονομικό κόστος μόνο αμελητέο δεν είναι. Η μετάταξη βασικών τροφίμων στο 13% από το 24% που είχαν βρεθεί στη διάρκεια του 3ου Μνημονίου, είχε ένα κόστος γύρω στα 670 εκ ευρώ, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών μόνο για το ψωμί η μείωση του ΦΠΑ φτάνει στα 140 εκ ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα, δείχνει να προκρίνεται ως βασικό σενάριο αυτό των έκτακτων επιδοματικών ενισχύσεων στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, με στόχο να λειτουργήσουν ως γέφυρα μέχρι την Πρωτομαγιά που θα γίνει η δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού. Το αναγκαίο κόστος υπολογίζεται ότι θα φτάσει στα τουλάχιστον 100 εκ ευρώ.
Όσο για το ενεργειακό κόστος, το μοντέλο των οριζόντιων επιδοτήσεων θα συνεχιστεί και το Φεβρουάριο. Ειδικά όσον αφορά στα νοικοκυριά, η υποχώρηση της μέσης τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος φέρνει μείωση της επιδότησης στα 36,5 ευρώ από τα 42 ευρώ τον Ιανουάριο, ενώ για τις επιχειρήσεις θα διατηρηθεί η επιδότηση των 65 ευρώ.