Την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο DBRS σχολίασε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
«Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο πρώτος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που απένειμε πέρυσι στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε σήμερα σε αναβάθμιση των προοπτικών της, από σταθερές σε θετικές.
Ακόμα μια θετική είδηση για την Ελλάδα μετά τις σημερινές ανακοινώσεις της Eurostat, που κατατάσσουν την ελληνική οικονομία δεύτερη στην ΕΕ από πλευράς ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Ακόμα μια θετική είδηση μετά τα αποτελέσματα της δημοπρασίας του ΟΔΔΗΧ για έντοκα γραμμάτια ετήσιας διάρκειας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα στις αρχές Σεπτεμβρίου δανείστηκε με επιτόκιο 2,82%, χαμηλότερο από τη Γαλλία και συγκρίσιμο με το αντίστοιχο Γερμανικό.
Ακόμα πιο σημαντικά ίσως όμως είναι όσα γράφει η έκθεση της DBRS για την πρόοδο και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων. Το ρυθμό ανάπτυξης που είναι υψηλότερος από το μέσο όρο της ΕΕ. Τις θετικές εκτιμήσεις για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τη μείωση του δημοσίου χρέους που - όπως αναφέρεται - στο τέλος του 2024 εκτιμάται πως θα είναι από τις μεγαλύτερες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή. Αλλά και την πολιτική σταθερότητα που εγγυάται τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η έκθεση της DBRS Morningstar αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, τις φιλοεπενδυτικές δράσεις και έχει χειροπιαστά αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Είναι ένας ακόμη λόγος να επιταχύνουμε την προσπάθεια με το ίδιο μείγμα πολιτικής για να ανεβάσουμε την Ελλάδα ψηλότερα».
Η αναβάθμιση των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές, από την DBRS
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS αναβάθμισε τις προοπτικές (trend) του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές από σταθερές, επιβεβαιώνοντας το αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ (low).
Η αναβάθμιση των προοπτικών αντανακλά τις προσδοκίες του DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος, αναφέρει ο οίκος στην ανακοίνωσή του.
Ο τραπεζικός τομέας, προσθέτει, πιθανόν θα συνεχίσει να έχει καλή κερδοφορία, να περιορίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώνει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.
Ο ισχυρός δεσμός των τραπεζών με τη κυβέρνηση από το παρελθόν έχει επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πουλήσει μεγάλα πακέτα μετοχών της σε συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, σημειώνει ο καναδικός οίκος, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.
Επίσης, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, η οποία, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσει το δυνητικό ΑΕΠ και να καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη.
Από το 2021, η Ελλάδα έχει υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια, αναφέρει ο οίκος. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από 2% τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Η αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒΒ (low) στηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και από το ότι έχει εφαρμόσει θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αναφέρει ο DBRS, το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τις άλλες χώρες στη ζώνη του ευρώ.
Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.
Επιπλέον, σημειώνει, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020 και μετά.
Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζεται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.