Η Ελλάδα πατάει γκάζι στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, γράφει η Handelsblatt, σημειώνοντας ότι με το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησής του.
Ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας θέλει να κάνει την αρχή από τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών με τη διάθεση του 30% του «Ελ. Βενιζέλος», όπου το κράτος ελέγχει μερίδιο 55%, ενώ το 40% έχει η Avi Alliance, πίσω από την οποίο βρίσκεται το καναδικό συνταξιοδοτικό επενδυτικό ταμείο PSP Investments και το υπόλοιπο 5% έχει ο όμιλος Κοπελούζου. Η Handelsblatt θυμίζει ότι η μερική ιδιωτικοποίηση του «Ελ. Βενιζέλος» «ήταν ένας από τους όρους των πιστωτών που έπρεπε να εκπληρώσει εδώ και καιρό η Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης, αλλά καθυστέρησε λόγω έριδας για τη διανομή των εδρών στο ΔΣ, πίσω από την οποία κρυβόταν η επιθυμία της κυβέρνησης του αριστερού πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να διατηρήσει το κράτος τον έλεγχο της εταιρείας. Οι ιδιώτες κάτοχοι μεριδίων διαμαρτύρονταν και η νέα κυβέρνηση έλυσε το θέμα με μια υπουργική απόφαση ανοίγοντας τον δρόμο για την πώληση του μεριδίου». Η γερμανική οικονομική εφημερίδα σημειώνει ότι μεταξύ των ενδιαφερομένων είναι και ο γαλλικός κατασκευαστικός όμιλος Vinci, που είχε κάνει προσφορά και το 2014 για τη διαχείριση 14 ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων, αλλά έχασε από τη Fraport.
Και όπως τονίζει: «η κυβέρνηση ελπίζει να έχει ολοκληρωθεί η πώληση του μεριδίου του αεροδρομίου πριν το τέλος του έτους ή το αργότερο στις αρχές του επόμενου, κάτι που θα δώσει ώθηση και σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις που θέλει να βάλει μπροστά ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά από πολύχρονες χρονοτριβές για να υπογραμμίσει τη μεταρρυθμιστική του βούληση και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών».
Η κυβέρνηση Τσίπρα φρέναρε παρασκηνιακά τις ιδιωτικοποιήσεις στο παρελθόν
«Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα είναι μια μακρά ιστορία αποτυχιών και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων», γράφει η Handelsblatt. «Το 2011, τη δεύτερη χρονιά της κρίσης, η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους πιστωτές έσοδα 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2015 από τις ιδιωτικοποιήσεις – ένας στόχος ανέφικτος. Στην πραγματικότητα μπήκαν μόλις 3,2 δισ. ευρώ στα ταμεία την πρώτη πενταετία και μέχρι σήμερα γύρω στα επτά. Οι ιδιωτικοποιήσεις σκόνταφταν μερικές φορές σε νομικά και γραφειοκρατικά εμπόδια αλλά και επειδή δεν βρίσκονταν στα χρόνια της κρίσης αγοραστές. Αλλά πρωτίστως έλειπε η πολιτική βούληση. Πολιτικοί όλων των κομμάτων δεν ήθελαν να χαθεί ο έλεγχος κρατικών επιχειρήσεων επειδή οι εταιρείες αυτές συνέβαλαν στην εξυπηρέτηση της κομματικής πελατείας με καλοπληρωμένα πόστα.
Υπο την τεράστια πίεση των πιστωτών ο Τσίπρας αναγκάστηκε το καλοκαίρι του 2015 να συναινέσει σ’ ένα περιεκτικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων -ήταν το τίμημα για το τρίτο πακέτο διάσωσης, που προστάτεψε τότε την Ελλάδα από τη χρεοκοπία. Ο Τσίπρας πέρασε τους νόμους για τις ιδιωτικοποιήσεις από τη Βουλή, αλλά παρασκηνιακά η κυβέρνηση φρέναρε τα περισσότερα project λόγω ιδεολογικών αντιδράσεων στο κόμμα και λαμβάνοντας υπόψη τις αντιδράσεις των συνδικάτων».
Τα σχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη
H Handelsblatt αναφέρεται συγκεκριμένα στα project του Ελληνικού και της Εγνατίας. «Ο Μητσοτάκης θέλει τώρα να εφαρμόσει γρήγορα τα σχέδια που καθυστερούν εδώ και χρόνια, ένα από τα οποία είναι η αξιοποίηση του χώρου του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό, όπου σε μια έκταση ίση με το πριγκηπάτο του Μονακό ιδιώτες επενδυτές υπό την καθοδήγηση της ελληνικής Lamda Development θέλουν να επενδύσουν περίπου οκτώ δισ. ευρώ σε ξενοδοχεία, διαμερίσματα, εμπορικά και συνεδριακά κέντρα κι ένα καζίνο.
Ένα άλλο project, στο οποίο ανεβάζει ταχύτητα η κυβέρνηση, είναι η ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας Οδού, όπως και η πώληση πακέτου κρατικών μετοχών στα Ελληνικά Πετρέλαια, τη ΔΕΠΑ και τη ΔΕΔΗΕ. Σημειώνει δε ότι μετά την πώληση του πλειοψηφικού πακέτο το 2016 του ΟΛΠ στην κινεζική COSCO η κυβέρνηση θέλει τώρα να ιδιωτικοποιήσει άλλα δέκα λιμάνια, αρχής γενομένης από εκείνο της Αλεξανδρούπολης, που έχει, όπως αναφέρει η γερμανική εφημερίδα, και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, αφού οι ΗΠΑ το μελετούν ως ενεργειακό διαμετακομιστικό κόμβο, αλλά και ως σταθμό για το στόλο τους στη Μεσόγειο.