Τις τελευταίες δεκαετίες, η συζήτηση για τους μισθούς στην Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα φαύλο κύκλο χαμηλών αμοιβών και περιορισμένης αγοραστικής δύναμης.
Με την πρόσφατη πρόταση ενσωμάτωσης της Οδηγίας ΕΕ 2022/2041 για τους «Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς» στην ελληνική νομοθεσία, δίνεται η ευκαιρία να αναρωτηθούμε: μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από αυτό το τέλμα; ή θα πρόκειται για άλλη μια χαμένη ευκαιρία;
Χαμηλοί μισθοί, περιορισμένη αγοραστική δύναμη
Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά το ύψος των μισθών και την αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το 36% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει ότι δυσκολεύεται να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Το ποσοστό αυτό, σε συνδυασμό με το τεράστιο χάσμα μεταξύ μισθών και κερδών των επιχειρήσεων, καταδεικνύει ένα σοβαρό πρόβλημα: οι μισθοί δεν επαρκούν για την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης.
Αντίθετα, το κόστος ζωής παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με τις τιμές βασικών αγαθών να είναι συγκρίσιμες –ή και υψηλότερες– από εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών με πολύ μεγαλύτερους μισθούς.
Το Γαλλικό Μοντέλο: Δίδαγμα για την Ελλάδα;
Στη Γαλλία, το ύψος των μισθών και η σταθερότητα της εργασίας βασίζονται σε θεσμικές πρακτικές που επιχειρούν να συνδυάσουν την κοινωνική προστασία και την ανάπτυξη. Ο κατώτατος μισθός, γνωστός ως SMIC, που αναπροσαρμόζεται αυτόματα, εξασφαλίζει αξιοπρεπείς αποδοχές στους εργαζόμενους. Το 2024, ο μηνιαίος κατώτατος μισθός στη Γαλλία ανέρχεται σε περίπου 1.766,92 ευρώ μεικτά, αρκετά παραπάνω (+512,41 ευρώ) από το 60% του καθαρού διάμεσου μισθού που βρίσκεται στα 1.254,51 ευρώ και που αποτελεί το διεθνώς αποδεκτό κατώφλι του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Οι αντίστοιχες τιμές για την Ελλάδα είναι 830 ευρώ μεικτά για τον κατώτατο μισθό, δηλαδή 36 ευρώ λιγότερα από το 60% του καθαρού διάμεσου μισθού των 1.433 ευρώ.
Ωστόσο, τα προβλήματα με την υιοθέτηση της εκδοχής του «γαλλικού μοντέλου» δεν σταματάν εδώ. Η κάλυψη των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) στην Γαλλία ξεπερνά το 94% ενώ στην Ελλάδα μόλις το 30% με τις επιχειρησιακές συμβάσεις να αποτελούν την πλειονότητα. Μάλιστα στην Γαλλία υπάρχει ένα πυκνό πλέγμα κλαδικών συμβάσεων και συμφωνιών οι οποίες διαμορφώνονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και αποκτούν καθολική ισχύ ουσιαστικού νόμου με την εφαρμογή τους σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Είναι αυτή η πολύ ουσιαστική διαφορά που έχει σαν αποτέλεσμα μόνο το 17% των Γάλλων μισθωτών να αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έναντι του 30% στην χώρα μας. Χωρίς ισχυρές και επεκτάσιμες κλαδικές συμβάσεις, είναι λογικό οι μισθοί να σταθεροποιούνται γύρω από τον κατώτατο μισθό, αφού δεν υπάρχει ισχυρός θεσμικός τρόπος για την διάχυση των αυξήσεων στο σύνολο της μισθολογικής πυραμίδας. Με άλλα λόγια, ο κατώτατος μισθός, χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο, κινδυνεύει να διατηρήσει την «γυάλινη οροφή» των μισθών στην χώρα μας
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του γαλλικού μοντέλου είναι η ισορροπία στην εθνική κατανομή εισοδήματος, μεταξύ μισθών και κερδοφορίας κάτι που έχει ανατραπεί εδώ και χρόνια στην χώρα μας.
Μισθοί και κοινωνικός διάλογος : Μια χαμένη ευκαιρία;
Η πρόταση του Υπουργείου Εργασίας φαίνεται να υπολείπεται σημαντικά των προσδοκιών. Ο προτεινόμενος αυτόματος μηχανισμός υπολογισμού του κατώτατου μισθού, βασισμένος σε μαθηματικούς τύπους, αγνοεί τη δυναμική του κοινωνικού διαλόγου.
Επί της ουσίας μειώνεται σε σημαντικό βαθμό η ουσιαστική συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στην διαμόρφωση του κατώτατου μισθού. Πρόκειται για την συνέχεια μιας πορείας υποβάθμισης του κοινωνικού διαλόγου.
Η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να ενσωματώσει την ευρωπαϊκή οδηγία για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς συντασσόμενη με τη νέα ισχυρή τάση για την μισθωτή εργασία που διαμορφώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προωθείται από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Είναι η κατεύθυνση που αντιλαμβάνεται την ισχυρή σχέση ανάμεσα στην δίκαια αμειβόμενη μισθωτή εργασία και την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Η συνολική προσέγγιση μοιάζει να αγνοεί τη δυναμική του κοινωνικού διαλόγου και κυρίως δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τον κρίσιμο ρόλο που αυτός παίζει πλέον στις ευρωπαϊκές ισχυρές οικονομίες.
Τέλος, χαρακτηρίζεται από μια διστακτικότητα απέναντι στα νέα δεδομένα και σίγουρα δεν συνάδει με την φιλοδοξία διαμόρφωσης ενός νέου αποτελεσματικότερου παραγωγικού υποδείγματος, που πλέον είναι καθολικά συνομολογούμενο.
*Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ