Ως την τελευταία στιγμή θα δοθεί- όπως όλα δείχνουν- η μάχη για το φετινό πλεόνασμα, καθώς αν και φαίνεται να γεφυρώνεται η διαφορά με τους Θεσμούς, υπάρχουν στοιχεία που εξακολουθούν να αποτελούν εστίες κινδύνου και να αυξάνουν το δημοσιονομικό ρίσκο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου, όπως τα επεξεργάστηκε το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το πρωτογενές πλεόνασμα σε μη ενοποιημένη βάση βρίσκεται με οριακή απόκλιση στα περσινά επίπεδα. Η εικόνα, όμως, αλλάζει όταν αρχίζουν να μπαίνουν στην εξίσωση οι αυξημένες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου, οι μεταφορές των κερδών από το Ευρωσύστημα και τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων. Αν και η επεξεργασία αυτών των στοιχείων δεν είναι άμεσα συγκρίσιμη με τις μετρήσεις του ΓΛΚ και της ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφεται μια διαφορά 2,138 δισ ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό πρώτο εξάμηνο.
Το θετικό είναι ότι η περσινή βάση υπολογισμού ήταν πολύ υψηλότερη από το στόχο του 3,5%. Όπως υπολόγισαν και οι Βρυξέλλες, αν το περασμένο Φθινόπωρο δεν είχαν καταβληθεί το κοινωνικό μέρισμα και τα αναδρομικά στα Ειδικά Μισθολόγια, το πρωτογενές πλεόνασμα θα «έκλεινε» πάνω από το 5%. Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι ακόμα κι αν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση για απόκλιση γύρω στο 1% του ΑΕΠ από το περσινό πλεόνασμα, ο στόχος του 3,5% είναι επιτεύξιμος υπό προϋποθέσεις.
Ποια είναι τα ρίσκα; Με δεδομένο ότι έχει ήδη επιβαρύνει τον Προϋπολογισμό η αποκαλούμενη 13η σύνταξη, η προσοχή στρέφεται στην επίπτωση από την πρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ), από τη μείωση του ΦΠΑ (πάνω από 400 εκατ. ευρώ), ενώ άγνωστος «Χ» παραμένει η επίπτωση από τις 120 δόσεις.
«Ναι» στη μείωση των πλεονασμάτων
Με φόντο τα ανησυχητικά σημάδια από την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, που δείχνουν ότι τα σύννεφα της επιβράδυνσης πυκνώνουν, το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι με δεδομένο πως η επικείμενη νομισματική χαλάρωση από την ΕΚΤ δεν «ακουμπά» την Ελλάδα- ως γνωστόν το QE δεν ακουμπά ομόλογα σε μη επενδυτική βαθμίδα- θα πρέπει να υπάρξει δημοσιονομικό «σπρώξιμο», κοινώς μείωση των πλεονασμάτων.
«Η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης», σημειώνει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. «Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία, προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας», καταλήγει.
«Μπαλώμα» τα μερίσματα
Αίσθηση προκαλεί, πάντως, η διαπίστωση του ΓΠΚ ότι παρά την πληθώρα των κοινωνικών επιδομάτων, που θεσμοθετήθηκαν και χορηγήθηκαν, αυτά αποδείχθηκαν τελικά… μπαλώματα, καθώς ελάχιστα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας.
Αναλύοντας τη μείωση του δείκτη φτώχειας από 20,2% το 2017 στο 18,5% το 2018, διαπιστώνεται ότι σχεδόν η μισή μείωση (0,8 μονάδες) καταγράφεται στον σχετικό δείκτη πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικά επιδόματα και συντάξεις), δηλαδή αντανακλά βελτίωση των εισοδημάτων που προέρχονται από την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Το υπόλοιπο μέρος της μείωσης (0,9 μονάδες) εμφανίζεται στον δείκτη μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή συνδέεται με την αποτελεσματικότητα των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας.