Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής επιβεβαιώνει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για τον ΦΠΑ, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Στην ανακοίνωση, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αναφέρει:
«Στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής υπάρχει ως βασικό εύρημα ότι οι μειώσεις ΦΠΑ δεν έχουν τελικώς θετικό αντίκτυπο στο μέτωπο της ακρίβειας, καθώς δεν ''περνούν'' στον τελικό καταναλωτή.
Η έκθεση κάνει εκτενή αναφορά στο σύνολο της Ευρώπης, αλλά και στην περίπτωση της Ισπανίας, και υπογραμμίζει ότι τα όποια οφέλη από τη μείωση του ΦΠΑ για τον καταναλωτή είναι μηδαμινά. Επομένως, η έκθεση επιβεβαιώνει και την βασική επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης για το θέμα».
Τι αναφέρει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για τη λύση του δομικού προβλήματος της «ακρίβειας», ανέφερε νωρίτερα, με αφορμή τον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του.
Συγκεκριμένα, παρέθεσε απτά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη συγκεκριμένη θέση.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «έπειτα από ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωση αναφορικά με τις επιπτώσεις που αποφέρουν μεταβολές (αυξομειώσεις) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή, προκύπτουν τρία ενδιαφέροντα ευρήματα.
Πρώτον, ένα μικρό μόνο μέρος των μειώσεων του ΦΠΑ, περίπου 6%, διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια. Αντιθέτως, οι αυξήσεις ΦΠΑ διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. Επιπλέον, η επαναφορά των συντελεστών ΦΠΑ οδηγεί σε δυσανάλογες αυξήσεις τιμών, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή.
Δεύτερον, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί τη μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν τη μείωσή τους.
Τρίτον, οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών».
Το Γραφείο συνεχίζει αναφέροντας ότι «τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά, σε σχέση με την ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία».
Καταλήγοντας για το συγκεκριμένο ζήτημα, το Γραφείο αναφέρει ότι «συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για τη λύση του δομικού προβλήματος της ''ακρίβειας''. Αντίθετα, το Γραφείο, όπως επισήμανε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων, ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους».