Στο τέλος της εβδομάδας ή στις αρχές της επόμενης θα «κλειδώσουν» οι διατάξεις του πολυαναμενόμενου φορολογικού νομοσχεδίου κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται ριζικές αλλαγές ή ανατροπές.
Ο λόγος είναι απλός. Την Τετάρτη δημοσιοποιούνται οι Εκθέσεις της Κομισιόν και την Πέμπτη κατατίθεται ο Προϋπολογισμός του 2020, άρα όλες οι βασικές δημοσιονομικές παραδοχές της επόμενης χρονιάς θα έχουν “κλειδώσει” πριν φτάσει το φορολογικό νομοσχέδιο στη Βουλή. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι το χρονοδιάγραμμα αυτό λειτουργεί ως... ασφαλιστική δικλείδα για το οικονομικό επιτελείο, καθώς επί της ουσίας αποθαρρύνει τις πιέσεις της τελευταίας στιγμής για παρεμβάσεις με μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος από το προβλεπόμενο και συμφωνημένο με τους Θεσμούς.
Για παράδειγμα, αρμόδιες πηγές αποκλείουν αλλαγές στο σχέδιο για τη νέα φορολογική κλίμακα, καθώς έστω και μια μικρή τροποποίηση στα κλιμάκια, στους συντελεστές, στο “σβήσιμο” του αφορολογήτου ή στην προσαύξηση του λόγω παιδιών, έχει κόστος που δεν “χωράει” στα περιθώρια του Προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, το κόστος της εισαγωγής του συντελεστή 9% για εισοδήματα ως 10.000 ευρώ και η προσαύξηση του αφορολογήτου, διαμορφώνεται σε 281 εκατ. Ευρώ και επ’ αυτών των υπολογισμών υπήρξε συμφωνία με τους Θεσμούς. Αν το αφορολόγητο αυξηθεί περαιτέρω για τις οικογένειες με 1 παιδί- το σχέδιο προβλέπει προσαύξηση 364 ευρώ αντί 1.000 ευρώ για οικογένειες με περισσότερα παιδιά- τότε το συνολικό κόστος εκτιμάται ότι θα ανέβει 200 εκατ. Ευρώ.
Πού εστιάζουν οι αλλαγές στη φορολογική κλίμακα
Τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι η μεγάλη μάζα των φορολογούμενων κινείται στη ζώνη των 20.000 ευρώ- η νέα «μεσαία τάξη» μετά τη δεκαετή κρίση- και σε αυτήν την περιοχή εστιάζουν οι αλλαγές στη φορολογική κλίμακα. Για να ενισχυθούν οι ελαφρύνσεις στη ζώνη των 20.000- 40.000 ευρώ, θα πρέπει να “κοπούν” από πιο ψηλά, ωστόσο όπως παρατηρούν αρμόδιες πηγές, η διατήρηση του ανώτατου συντελεστή στο 45% αντί της μείωσης του κατά 1 μονάδα (όπως προβλέπει το σχέδιο για τα χαμηλότερα κλιμάκια), θα έφερνε αυξήσεις φόρου μόνο σε αυτήν την κατηγορία φορολογούμενων κι αυτό δεν κρίνεται σκόπιμο. Προφανώς πρόκειται, πάντως, για πολιτική απόφαση, που μπορεί να σταθμιστεί.
Φορολογικό νομοσχέδιο: Ερχονται βελτιώσεις στο άρθρο 7
Το βέβαιο είναι ότι θα γίνουν κι άλλες βελτιώσεις στο άρθρο 7 για τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές, το οποίο συγκέντρωσε 349 σχόλια, αρνητικά ως επί το πλείστον. Αλλαγή στο όριο του 30% αποκλείεται από αρμόδιες πηγές, ωστόσο με την εξαίρεση κι άλλων δαπανών από το εισόδημα- βάση υπολογισμού (π.χ. οι δαπάνες διατροφής διαζευγμένων), εκτιμάται ότι η συγκέντρωση των e- αποδείξεων θα γίνει χωρίς πρόβλημα. Παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμα “γκρίζες” ζώνες, κυρίως σε ό,τι αφορά στη σχετική υποχρέωση για τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς σε αυτό το 30% ΔΕΝ θα συνυπολογίζονται οι επαγγελματικές δαπάνες που δηλώνονται στο Ε3 και διαμορφώνουν το φορολογούμενο εισόδημα, αλλά ΜΟΝΟ οι προσωπικές δαπάνες όπως αυτές δηλώνονται στους ειδικούς κωδικούς 049-050 του Ε1, οι οποίες εκ των πραγμάτων είναι περιορισμένες.
Διορθωτικές νομοτεχνικές κινήσεις θα γίνουν και στο άρθρο 16, που αφορά στην έκπτωση φόρου για το 40% δαπανών αναβάθμισης κτιρίων. Δεν θα γίνουν αλλαγές στο όριο των εκπιπτόμενων δαπανών (48.000 ευρώ), ούτε στο ότι οι δαπάνες αυτές ΔΕΝ καλύπτουν τα υλικά αλλά μόνο τη λήψη υπηρεσιών, αλλά θα διατηρηθεί η πάγια έκπτωση 5% στο εισόδημα από ενοίκια που ισχύει και τώρα, ανεξαρτήτως αν κάποιος κάνει χρήση της νέας έκπτωσης.
Διαβεβαιώσεις υπάρχουν και για την κάλυψη από τα τεκμήρια διαβίωσης όσων έχουν περιστασιακά εισοδήματα. Το θέμα δημιουργήθηκε γιατί στο σχέδιο της νέας κλίμακας δεν συμπεριλήφθηκε η ισχύουσα διάταξη, που ορίζει ότι αυτή η κατηγορία φορολογούμενων αντιμετωπίζεται με την κλίμακα των μισθωτών άρα καλύπτεται από το αφορολόγητο των 8.636 ευρώ.
Όσον αφορά στην περαιτέρω μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, από το 24% στο 20%, θα πρέπει να αναμένεται σε άλλο νομοσχέδιο, καθώς όπως διευκρινίζουν οι ίδιες πηγές, “σε αυτήν τη φάση βάζουμε μόνο τα μέτρα του επόμενου έτους”.