Όντας ζαλισμένοι οι πολίτες -εντός κι εκτός Ελλάδος- από το σοκ της πανδημίας, δεν συνειδητοποίησαν ότι κάποιες όχι και τόσο μικρές λεπτομέρειες απειλούν να τινάξουν στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και να βάλουν «φωτιά» στον σχεδιασμό των κυβερνήσεων για επιστροφή σε δυναμική ανάπτυξης, με άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται αυτήν τη στιγμή ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα και οι παράγοντες που καθορίζουν -λίγο ως πολύ- τις τιμές ενισχύουν την αίσθηση ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα σημείο κάμψης.
Ξεκινώντας από το πετρέλαιο, τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα, αρκεί να ανασύρει κανείς στη μνήμη του τα γεγονότα που και στο πρόσφατο παρελθόν «έσπρωχναν» τις τιμές.
Οι μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, κυρίως η Σ. Αραβία, ανοιγόκλειναν τις κάνουλες, έτσι ώστε να διαμορφώνουν τις τιμές του μαύρου χρυσού κατά το δοκούν, επιχειρώντας άλλες φορές να δημιουργούν τεχνητή ζήτηση κι άλλες φορές να απορροφούν τους κραδασμούς από καθοδικούς κύκλους της παγκόσμιας οικονομίας.
Το σοκ της πανδημίας από τις αρχές του 2020 προκάλεσε έμφραγμα στις οικονομίες, βύθισε τη ζήτηση και την κατανάλωση, σκόρπισε αβεβαιότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μια απίστευτη βουτιά των διεθνών τιμών του πετρελαίου στα όρια των 20 δολαρίων τον περσινό Απρίλιο, ενώ καταγράφηκαν ακόμα και συναλλαγές με αρνητική τιμή.
Η παρέμβαση των χωρών του ΟΠΕΚ στο τέλος της περσινής χρονιάς ήταν καταλυτική. Η μείωση της παραγωγής άρχισε να «σπρώχνει» τις τιμές, και σε συνδυασμό με τα καλύτερα νέα από το μέτωπο της πανδημίας, αλλά και τα στοιχεία που έδειχναν ταχύτερη ανάκαμψη των οικονομιών, φτάσαμε στα σημερινά επίπεδα, των 72 δολαρίων. Αυτήν τη στιγμή, η διεθνής τιμή του πετρελαίου είναι 69% υψηλότερη από πέρυσι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος παραγωγής και μετακινήσεων.
Τα δεδομένα με το φυσικό αέριο είναι σαφώς πιο ανησυχητικά, καθώς, αν και οι τιμές είναι «φουσκωμένες» κατά 83% σε σχέση με πέρυσι, η εκτίμηση είναι ότι δεν θα πρέπει να αναμένεται υποχώρηση για πολλούς και διάφορους λόγους.
Ένας λόγος είναι ότι το φυσικό αέριο δεν καλύπτει, πλέον, μόνο τις ανάγκες ηλεκτροδότησης, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγή, αντικαθιστώντας όλο και ταχύτερα τα ορυκτά καύσιμα, λόγω ρύπων. Και κάπως έτσι προκλήθηκε το βασικό σοκ στη ζήτηση, η οποία δεν μπορεί στην παρούσα φάση να καλυφθεί από την παραγωγή.
Με δεδομένο ότι η Ευρώπη οδεύει για απαλλαγή από τους λιγνίτες και το πετρέλαιο στην επόμενη 15ετία, η εξάρτηση στο μεταβατικό διάστημα από το φυσικό αέριο θα είναι πολύ υψηλότερη, με προφανές το αποτέλεσμα στην τιμή του. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η ζήτηση ως το 2024 θα έχει αυξηθεί κατά 7%.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς την έλλειψη νέων επενδύσεων σε υγροποιημένο αέριο, τα προβλήματα που προκαλούν φυσικές καταστροφές στην παραγωγή αερίου -π.χ. ο πρόσφατος κυκλώνας στις ΗΠΑ-, την ανεπάρκεια ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά και τα γεωπολιτικά παιχνίδια στην Ευρώπη, με τους Ρώσους να κλείνουν τη στρόφιγγα ως αντίμετρο στις οικονομικές κυρώσεις των Ευρωπαίων, έχει την πλήρη εικόνα των αιτίων που «σπρώχνουν» τις τιμές του φυσικού αερίου σε πρωτόγνωρα ύψη και απειλούν με παρατεταμένα ηλεκτροσόκ τους καταναλωτές.