Σε νέο ιστορικό υψηλό εκτόξευσε το κρατικό χρέος της Γερμανίας το υψηλό κόστος της αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και της πανδημίας του κορωνοϊού.
Στα τέλη το περασμένου χρόνου το συνολικό χρέος του ομοσπονδιακού κράτους, των κρατιδίων, των κοινοτήτων και της κοινωνικής ασφάλισης της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιπλέον προϋπολογισμών, ανήλθε στα 2.368 δισ. ευρώ, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία. Δηλαδή 2% ή 47,1 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με το τέλος του 2021.
Το κατά κεφαλήν χρέος στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 244 ευρώ στα 28.164 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία λαμβάνουν υπόψη μόνο τις υποχρεώσεις προς τον μη δημόσιο τομέα, όπως τράπεζες και ιδιωτικές εταιρείες στη Γερμανία και στο εξωτερικό.
Χάμπεκ: «Δύσκολη η επόμενη πενταετία για τη Γερμανία»
Κι όλα αυτά μετά την προειδοποίηση του υπουργού Οικονομίας της χώρας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ότι η Γερμανία θα περάσει πέντε δύσκολα χρόνια «πράσινης» βιομηχανικής μετάβασης, που «θα επιβαρύνει» τους πολίτες.
«Τα στοιχεία σίγουρα δεν είναι καλά», είπε ο Χάμπεκ στο γερμανικό κρατικό δίκτυο ARD το απόγευμα της Τετάρτης σχολιάζοντας νέα έκθεση του ΔΝΤ, που προβλέπει συρρίκνωση κατά 0,3% της οικονομίας της Γερμανίας τη φετινή χρονιά.
Η στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας είχε ήδη προειδοποιήσει τον Μάιο ότι η χώρα εισήλθε σε ύφεση. Κάποιες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Γερμανίας έχουν αρχίσει να φεύγουν στο εξωτερικό προκαλώντας φόβους για αποβιομηχάνιση. Ο Χάμπεκ υποστήριξε ότι αυτή η κάμψη θα μπορούσε να εξηγηθεί από τις υψηλές τιμές ενέργειας, τις οποίες η Γερμανία αισθάνθηκε πιο έντονα από άλλες χώρες, επειδή βασιζόταν στο φθηνό ρωσικό αέριο.
Ο Χάμπεκ προέτρεψε την κυβέρνησή του να εγκρίνει νέες επιδοτήσεις για να διαφυλάξει τη βιομηχανική βάση της Γερμανίας, έστω και με υπέρβαση των κανόνων για το χρέος – κάτι που απορρίπτουν οι συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι του υπουργού Οικονομικών Λίντνερ: «Το ερώτημα είναι: Δανειζόμαστε χρήματα ή σταματάμε να έχουμε βιομηχανία;», τόνισε ο Χάμπεκ. Και πρόσθεσε: «Δεν μας έχει απομείνει πολύς χρόνος, ειδάλλως οι επιχειρήσεις θα πουν: “Θα επενδύσουμε, αλλά όχι πια στη Γερμανία”».