Παράνομα λογισμικά, «ψάρεμα» ευαίσθητων προσωπικών και τραπεζικών δεδομένων, τηλεφωνικές απάτες, απατηλά e- mails, είναι μόνο μερικές από τις μεθόδους εξαπάτησης ανυποψίαστων καταναλωτών, εργαζόμενων αλλά και στελεχών εταιριών.
Ειδικά μετά την πανδημία, όπου όλο και μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών περνάει μέσα από τα ηλεκτρονικά κανάλια, μελέτες αναδεικνύουν τις κυβερνοεπιθέσεις και την κυβερνοασφάλεια ως βασική πηγή ανησυχίας για τις επιχειρήσεις, ενώ το γεγονός ότι οι κυβερνοεγκληματίες στρέφονται και κατά κρατικών Οργανισμών, έχει σημάνει συναγερμό σε κυβερνήσεις και διακρατικούς φορείς.
Σύμφωνα με του Kaspersky Managed Detection and Response τα σοβαρά περιστατικά κυβερνοασφάλειας αυξήθηκαν κατά 50% μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Το μερίδιο των σοβαρών περιστατικών, που αντιμετωπίζουν οργανισμοί και επιχειρήσεις, αυξήθηκε από ένα στα δέκα (9%) το 2020 σε ένα στα επτά (14%) το 2021.
Οι πιο συχνές αιτίες κρίσιμων περιστατικών παρέμειναν οι ίδιες με το προηγούμενο έτος, με το μεγαλύτερο ποσοστό (40,7%) να ανήκει σε στοχευμένες επιθέσεις. Κακόβουλο λογισμικό με κρίσιμο αντίκτυπο εντοπίστηκε στο 14% των περιπτώσεων και λίγο λιγότερο από το 13% των περιστατικών υψηλής σοβαρότητας ταξινομήθηκαν ως εκμετάλλευση κρίσιμων τρωτών σημείων που εκτέθηκαν δημόσια.
Στην Ελλάδα, εδώ και μήνες το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, οι τράπεζες και η Τράπεζα της Ελλάδας συνεργάζονται στενά, με στόχο αφενός την ενημέρωση των πολιτών αφετέρου την αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθέσεων και των νέων μεθόδων εξαπάτησης. Με έναν επικαιροποιημένο Οδηγό, δίνονται διευκρινίσεις για τις νέες τυπολογίες απάτης.
Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ του Γιώργου Παππού στο economistas.gr.