Νέα ήθη και στους φορολογικούς ελέγχους, φέρνουν οι διατάξεις που τέθηκαν σε διαβούλευση και φιλοδοξούν αν μη τι άλλο να βάλουν τέλος στο καθεστώς αδιαφάνειας, στο οποίο πολλές φορές ευδοκιμεί η διαφθορά και οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι.
Πρόθεση του ΥΠΕΘΟ και της ΑΑΔΕ είναι να καταστήσουν τους ελεγκτικούς κανόνες σαφείς και χωρίς “παράθυρα”, που πολλές φορές επιτρέπουν στους ελεγκτές να “ξεχειλώνουν” προθεσμίες και διατάξεις. Οι πληροφορίες αναφέρουν, μάλιστα, ότι πέρα από τις νέες διατάξεις, θα εκπονηθεί εγχειρίδιο ελέγχων- σύμφωνα με τα πρότυπα του IRS- έτσι ώστε οι έλεγχοι σε ομοειδή αντικείμενα να γίνονται με συγκεκριμένο μορφότυπο. Όπως λένε παλιές καραβάνες της Φορολογικής Διοίκησης, αυτήν τη στιγμή παρατηρείται το εξωφρενικό, έλεγχοι να καταλήγουν σε διαφορετικό συμπέρασμα, παρά το ότι πρόκειται για σχεδόν πανομοιότυπες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται υποθέσεις στις Διευθύνσεις Επίλυσης Διαφορών.
Το πλαίσιο
Πιθανώς, το πιο σημαντικό είναι ότι μπαίνει τέλος στη ομηρία των φορολογούμενων. Με τη χρήση νέων ηλεκτρονικών “εργαλείων” και τη δυνατότητα αυτόματων διασταυρώσεων από πολλές βάσεις δεδομένων, είναι μάλλον αστείο να υποστηρίζει κανείς ότι χρειάζονται 2,3 ή 4 χρόνια για να ολοκληρωθεί ένας έλεγχος, πλην ελαχίστων ακραίων περιπτώσεων.
Ο νέος Κώδικας ορίζει, λοιπόν, ότι η διάρκεια του φορολογικού ελέγχου ορίζεται σε έως ένα έτος και μπορεί να παραταθεί άπαξ κατά έξι μήνες, με απαραίτητη προϋπόθεση την έναρξη της ελεγκτικής διαδικασίας εντός της αρχικής διάρκειας του φορολογικού ελέγχου. Περαιτέρω παράταση μέχρι έξι ακόμη μήνες είναι δυνατή σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αιτιολογούνται ειδικώς.
Πάμε τώρα στη δεύτερη ασφαλιστική δικλείδα, που είναι ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί αντικείμενο για δεύτερη φορά, εφόσον έχει ήδη ελεγχθεί, παρά μόνο όταν προκύπτουν νέα στοιχεία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον νέο Κώδικα, δεν επιτρέπεται η έκδοση νέας εντολής μερικού ελέγχου για τον ίδιο φορολογούμενο που να καλύπτει χρονικό διάστημα και είδος ελέγχου που έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μερικού ή πλήρους ελέγχου στο παρελθόν, εκτός αν προκύψουν νέα στοιχεία που δεν μπορούσαν να είναι γνωστά στη Φορολογική Διοίκηση κατά τον χρόνο του προγενέστερου ελέγχου.
Νέα στοιχεία ΔΕΝ αποτελούν ιδίως:
α) Οι κάθε είδους φορολογικές δηλώσεις του φορολογούμενου,
β) στοιχεία για το υπόλοιπο ή τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή,
γ) τα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) του φορολογούμενου.
Επιπλέον, η ΑΑΔΕ δεν μπορεί να ελέγξει εκ νέου, στο πλαίσιο πλήρους ελέγχου, στοιχεία που έχουν αποτελέσει αντικείμενο μερικού ελέγχου στο παρελθόν, εκτός εάν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις και κατόπιν ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η Φορολογική Διοίκηση έχει δικαίωμα επανελέγχου μετά από πλήρη ή μερικό έλεγχο, ΜΟΝΟ αν από τα νέα στοιχεία προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί κατόπιν του αρχικού ελέγχου.
Και κάμερες
Αλλαγές ή μάλλον ανατροπές, έχουμε και στο πώς διενεργούνται οι έλεγχοι. Κατ' αρχάς, έχουμε τον... κλασικό έλεγχο, που διενεργείται στην εγκατάσταση του φορολογουμένου (επιτόπιος έλεγχος) ή σε άλλον τόπο, όπου προσκομίζονται τα στοιχεία από τον φορολογούμενο (απομακρυσμένος έλεγχος). Ο χρόνος διενέργειας του επιτόπιου φορολογικού ελέγχου μπορεί να είναι και εκτός του επίσημου ωραρίου της Φορολογικής Διοίκησης, άρα μπορεί να “τραβάει” ως το βράδυ.
Πρώτη καινοτομία, υπό την έννοια ότι υπάρχει, πλέον, ρητή πρόβλεψη και υποχρέωση, είναι ότι αν, κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου, ο ελεγκτής διαπιστώσει παράβαση που αφορά χρονικό διάστημα ή είδη φορολογίας τα οποία δεν καλύπτονται από την εντολή ελέγχου και οι σχετικές αξιώσεις της Φορολογικής Διοίκησης δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ο ελεγκτής ειδοποιεί αμέσως το αρμόδιο όργανο της Φορολογικής Διοίκησης, το οποίο μπορεί να εκδίδει συμπληρωματική εντολή για τον έλεγχο της διαπιστούμενης παράβασης. Άρα δικαιολογίες και υπεκφυγές, του τύπου “η εντολή ελέγχου αφορούσε άλλο αντικείμενο”, πλέον δεν ισχύουν.
Δεύτερη καινοτομία, η χρήση καμερών, πολύ σύντομα σε απευθείας σύνδεση με το ειδικό Κέντρο Ελέγχου της ΑΑΔΕ, που ήδη “βλέπει” τέτοιου είδους τελωνειακές εφόδους. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι ελεγκτικές ενέργειες των Ράμπο της ΑΑΔΕ, εκτός των εγκαταστάσεων της υπηρεσίας τους, περιλαμβανομένων και των επιτόπιων ελέγχων, καθώς και οι συναλλαγές τους με φορολογούμενους εντός αυτών ή μέσω συστήματος τηλεπικοινωνίας, καταγράφονται με τη χρήση συστημάτων λήψης ή καταγραφής ήχου και εικόνας.
Υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων ορίζεται η ΑΑΔΕ, η οποία φυλάσσει το καταγραφέν οπτικοακουστικό υλικό για χρονική διάρκεια αντίστοιχη με αυτή της παραγραφής. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη Φορολογική Διοίκηση και από τους φορολογούμενους, οι οποίοι αποκτούν πρόσβαση σε αυτό με αίτησή τους.
Εταιρίες - «βιτρίνες»
Κατά την παρουσίαση των βασικών διατάξεων του νέου Κώδικα, το οικονομικό επιτελείο είχε προϊδεάσει για το πώς σκοπεύει να βάλει τέλος στη φοροδιαφυγή, από εποχικές επιχειρήσεις, οι οποίες αφού τζιράρουν, “εξαφανίζονται” αφήνοντας απλήρωτο ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος. Το “εργαλείο” υπήρχε αλλά έπρεπε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής του: ενδιάμεσος προσδιορισμός φόρου.
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, λοιπόν, ο προσδιορισμός του φόρου μπορεί να γίνει από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει και ΠΡΙΝ από την προθεσμία υποβολής της φορολογικής δήλωσης (ενδιάμεσος προσδιορισμός φόρου). Εξαιρετικές περιστάσεις συντρέχουν αν:
α) η δραστηριότητα του φορολογούμενου είναι εποχική, ασκείται από επιχείρηση που έχει συσταθεί την τελευταία τριετία και υπάρχουν ενδείξεις φοροδιαφυγής όπως ενδεικτικά η μη υποβολή δηλώσεων, ή
β) υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα.
Η πράξη προσδιορισμού φόρου συνοδεύεται από εντολή ελέγχου, ενώ ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.