Ανάπτυξη, φοροελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες πάνε χέρι- χέρι με τη χαλάρωση των απαιτητικών δημοσιονομικών στόχων που δεσμεύουν την Ελλάδα μεσομακροπρόθεσμα.
Ξεκινώντας η νέα χρονιά και “σημαδεύοντας” το Μάιο, οπότε αναμένεται η μητέρα των μαχών για τη μείωση των πλεονασμάτων- αυτή είναι τουλάχιστον η επιδίωξη της Αθήνας- η ελληνική πλευρά αρχίζει να ξεδιπλώνει το σχεδιασμό της. Το ένα σκέλος αφορά στο επιχείρημα ότι το Χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και με μικρότερα πλεονάσματα, αφού κυρίως το κόστος δανεισμού και δευτερευόντως η δυναμική του ΑΕΠ, κινούνται μακριά από τις συντηρητικές παραδοχές του ESM. Το άλλο σκέλος σχετίζεται με τη χρήση του δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργήσει η μείωση των πλεονασμάτων.
Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι κυρίως το Βερολίνο “φρενάρει” συστηματικά τις εισηγήσεις- ακόμα και του ΔΝΤ- για δημοσιονομική χαλάρωση, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στις κακές συνήθειες του -όχι και τόσο μακρινού- παρελθόντος. Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι βάζοντας στο τραπέζι ένα συγκεκριμένο πλάνο για το πώς θα αξιοποιηθεί ο χώρος, που θα δημιουργήσει το χαμήλωμα των πλεονασμάτων, θα αφοπλίσει αυτήν την επιχειρηματολογία των Βόρειων ή εν πάση περιπτώσει θα ενισχύσει τις ελληνικές θέσεις.
Τι προβλέπει ο σχεδιασμός για τις φοροελαφρύνσεις
Ο σχεδιασμός προβλέπει ότι ο χώρος αυτός θα χρηματοδοτήσει κατά κύριο λόγο ένα ευρύ πρόγραμμα φοροελαφρύνσεων για φυσικά πρόσωπα κι επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το 80% προορίζεται για μειώσεις φόρων κι αν λάβει κανείς υπόψιν ότι η Αθήνα διεκδικεί μείωση των πλεονασμάτων στο 2-2,5%, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι μόνο για το 2021 ο Προϋπολογισμός μπορεί να χρηματοδοτήσει ελαφρύνσεις ως 2,5 δις ευρώ.
Η Ελλάδα επί του παρόντος δεσμεύεται με πλεονάσματα 3,5% για το 2020, το 2021 και το 2022. Για το 2023 ο πήχης κατεβαίνει στο 3%, το 2024 στο 2,5% κι από το 2025 ως την... αιωνιότητα στο 2,2%.
Είναι προφανές ότι η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς- που αποφέρει περί τα 1,1 δις ευρώ- του Τέλους Επιτηδεύματος (φέρνει γύρω στα 300 εκατ. Ευρώ), των συντελεστών για φυσικά πρόσωπα κι επιχειρήσεις, αλλά και οι μειώσεις των συντελεστών του ΦΠΑ, “περνάνε” από αυτήν τη μείωση των πλεονασμάτων, η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να ανατροφοδοτήσει έναν ενάρετο κύκλο για την οικονομία. Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονεί κανείς ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις στη φορολογία έχουν μόνιμο δημοσιονομικό αντίκτυπο, συνεπώς θα πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται από τον Προϋπολογισμό.
Ο σχεδιασμός της Αθήνας προβλέπει ότι ο υπόλοιπος διαθέσιμος χώρος- γύρω στα 600 εκατ. Ευρώ για το 2021- θα έρθει να συμπληρώσει τις εισοδηματικές ενισχύσεις από τις φοροελαφρύνσεις, με στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, πέρα από τις ήδη προβλεπόμενες, στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά.