Εν μέσω παγκόσμιων αναταράξεων στις αγορές, η Ελλάδα κατάφερε να αντέξει και να κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός, βγαίνοντας από την ενισχυμένη εποπτεία, αφήνοντας οριστικά πίσω της την εποχή των μνημονίων.
Σε πανηγυρικό τόνο επιβεβαιώθηκε σήμερα, Πέμπτη, η επιτυχημένη πορεία της χώρας μας, καθώς σηματοδοτήθηκε από το Eurogroup το τέλος της οικονομικής κρίσης, μετά από 12 χρόνια, με το «πράσινο φως» για την έξοδο της Ελλάδας από την ενισχυμένη επιτήρηση τον Αύγουστο.
Επίσημα πλέον, η Ελλάδα αφήνει πίσω της την εποχή της 12ετούς κρίσης, βάζοντας πλώρη για έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, μετά τις ανακοινώσεις του Eurogroup.
Με την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία «κλείνει ένας επώδυνος κύκλος» και «η Ελλάδα επιστρέφει»
Αντιδρώντας στην ανακοίνωση του Eurogroup, σε μια «ιστορική ημέρα», όπως τη χαρακτήρισε ο Χρήστος Σταϊκούρας, κυβερνητικές πηγές τόνισαν ότι μπαίνουν πια «τίτλοι τέλους στην εποχή της κρίσης μετά από 12 χρόνια» και ότι η Ελλάδα μπαίνει πάλι σε «συνθήκες κανονικότητας για πρώτη φορά από το 2010».
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μίλησε για μια σημαντική εθνική επιτυχία, για την απελευθέρωση της οικονομίας της χώρας μας και για το κλείσιμο ενός «επώδυνου κύκλου».
Πλέον, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, «ανοίγει μία νέα εποχή αυτόνομων επιλογών για την ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία των πολιτών της».
«Σήμερα είναι μια ιστορική ημέρα για την Ελλάδα. Επιτυγχάνεται ένας μεγάλος εθνικός στόχος. Η Ελλάδα επιστρέφει», ήταν το μήνυμα του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα.
Τα θετικά αυτά βήματα, ωστόσο, πραγματοποιούνται εν μέσω πρωτοφανών συγκυριών, καθώς μια σειρά παραγόντων έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αβέβαιο κλίμα στη διεθνή οικονομία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αναταραχές στην επισιτιστική αλυσίδα, η εκτίναξη του πληθωρισμού, οι κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία και η επίδρασή τους στην αγορά ενέργειας, αλλά και η πανδημία είναι μερικοί από τους παράγοντες που έχουν αλλάξει σημαντικά την κατάσταση σε σχέση με μερικά χρόνια πριν, πόσω μάλλον σε σχέση με την εποχή κατά την οποία η Ελλάδα έμπαινε στην οικονομική κρίση.
Πόσο κινδυνεύει η ελληνική οικονομία από την άνοδο επιτοκίων
Έτσι, γεννάται το ερώτημα: πόσο κινδυνεύει η οικονομία της Ελλάδας; Όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η ελληνική έκδοση της «Deutsche Welle», η εποχή του «φθηνού χρήματος» τελειώνει, καθώς οι κεντρικές τράπεζες, η μία μετά την άλλη, ανεβάζουν τα επιτόκια σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.
Μάλιστα, τις τελευταίες ώρες φαίνεται να δρομολογείται ένα ανοδικό σπιράλ επιτοκίων σε Ευρώπη και Αμερική. Θα έχει συνέπειες αυτή η εξέλιξη για την υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία, που ακόμη δεν έχει ανακτήσει το καθεστώς της «επενδυτικής βαθμίδας» για τους οίκους αξιολόγησης;
Μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, έγκυροι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι προς το παρόν δεν διαφαίνεται κίνδυνος. Αφορμή για το ρεπορτάζ ήταν η επίσκεψη του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στην Αθήνα και η επισήμανσή του ότι σύντομα η Ελλάδα εγκαταλείπει το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας».
Ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, θεωρεί ότι «ακόμη και με αυξανόμενα επιτόκια, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος προφανώς θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί και αυτό οφείλεται στην οικονομική βοήθεια που έχει χορηγήσει η διεθνής κοινότητα. Δημόσιοι πιστωτές εκτός Ελλάδας κατέχουν πάνω από το 60% των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Επιπλέον, τα δάνεια έχουν σταθερό επιτόκιο και πολύ μακρά περίοδο αποπληρωμής, που κυμαίνεται, κατά μέσο όρο, στα 18,2 έτη».
Μόλις το 26% των δανείων καθίσταται απαιτητό στα επόμενα πέντε χρόνια. Κατά συνέπεια, «η αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους ελάχιστα ακριβαίνει από τα αυξημένα επιτόκια», καταλήγει ο Γιοργκ Κρέμερ.
Ρέγκλινγκ: Δεν ανησυχεί για την Ελλάδα
«Δεν ανησυχώ ότι η άνοδος των επιτοκίων σε όλο τον κόσμο θα επηρεάσει την Ελλάδα», δήλωσε ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, απαντώντας σε ερώτηση του ΑΜΠΕ.
Συγκεκριμένα, ο Κλ. Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει κάνει σήμερα ένα σημαντικό βήμα, αλλά ακόμα αντιμετωπίζει μια ειδική κατάσταση λόγω του αυξημένου δημόσιου χρέους της, που είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Τόνισε, ωστόσο, ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι σχετικά χαμηλότερο από άλλες χώρες της ευρωζώνης που έχουν χαμηλότερο επίπεδο δημόσιου χρέους.
Όπως εξήγησε, αυτό οφείλεται στο ότι το 60% του ελληνικού δημόσιου χρέους ανήκει σε επίσημους πιστωτές. Το 50% του ελληνικού χρέους ανήκει στον EFSF και ESM. Πρόσθεσε, επίσης, ότι τα επιτόκια των δύο Ταμείων παραμένουν χαμηλά σε σχέση με την άνοδο άλλων επιτοκίων τους τελευταίους μήνες. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι η απόφαση με την έξοδο από το Μνημόνιο, το 2018, προέβλεπε την προστασία ενός μέρους του ελληνικού χρέους.
«Επομένως, ένα συγκεκριμένο μέρος του ελληνικού χρέους δεν επηρεάζεται καθόλου από αυτές τις τελευταίες κινήσεις στις αγορές. Υπάρχουν προστατευτικά μέσα και δεν ανησυχώ ότι τα επιτόκια που αυξάνονται σε όλο τον κόσμο θα οδηγήσουν σε ιδιαίτερο πρόβλημα την Ελλάδα», τόνισε ο Κ. Ρέγκλινγκ.
Ανέφερε, τέλος, ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να δυναμώσει και να αναπτυχθεί.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το σωστό πλαίσιο, πρόσθεσε, και τόνισε ότι «η Ελλάδα έχει αναλάβει πολύ ισχυρές δεσμεύσεις για μακροχρόνιες μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα για μια προσεκτική δημοσιονομική πορεία».
Ανέφερε, επίσης, ότι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε σήμερα στο Eurogroup ότι θα υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα στην Ελλάδα από το επόμενο έτος.
«Περιορισμένος κίνδυνος με θετικούς δείκτες ανάπτυξης»
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Αλέξανδρος Κρητικός, μέλος του διοικητικού συμβουλίου στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) με έδρα το Βερολίνο, υπενθυμίζει ότι για μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους ο χρόνος αποπληρωμής φτάνει πλέον τα 50 έτη, δηλαδή μέχρι το 2070.
«Γι αυτό», επισημαίνει, «αλλά και λόγω του ότι η οικονομία εμφανίζει θετικούς δείκτες ανάπτυξης, ο κίνδυνος είναι περιορισμένος επί του παρόντος».
Φαίνεται πάντως ότι για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα «δίκοπο μαχαίρι». Από τη μία πλευρά ο πληθωρισμός «ασφαλώς βοηθάει τις υπερχρεωμένες χώρες γιατί μειώνει την πραγματική επιβάρυνση του χρέους, αλλά από την άλλη πλευρά καθιστά απαραίτητη την παροχή βοήθειας στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέο δανεισμό, κάτι που η Ελλάδα θα ήθελε να αποφύγει», προειδοποιεί ο οικονομολόγος του DIW.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιοργκ Κράμερ, αναφέρει ότι το 2022 είναι μία ιδιαίτερη χρονιά μεταβατικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα εστιάζει στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
«Για τον επόμενο χρόνο προβλέπεται και πάλι πρωτογενές πλεόνασμα», δηλώνει.
«Σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στον δρόμο της ανάπτυξης. Η εξασθένηση που προκάλεσε η πανδημία έχει υπερκαλυφθεί. Παρά τα όποια προβλήματα, αναμένεται ποσοστό ανάπτυξης άνω του 3%. Τον τελευταίο καιρό η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί στήριγμα της οικονομίας, ενώ ήδη από την άνοιξη οι ειδικοί αναμένουν σημαντική ώθηση στον τουρισμό». Πάντως, το Reuters δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι τελευταία αυξάνονται και πάλι επικίνδυνα τα spreads των ελληνικών ομολόγων.
«Σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής κυβέρνησης η λήξη της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας»
Tην επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα, με τη λήξη της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας στις 20 Αυγούστου, χαιρέτισαν σήμερα ο πρόεδρος του Eurogroup Πασκάλ Ντόναχιου, ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Λουξεμβούργο, ο πρόεδρος του Eurogroup αναφέρθηκε στην εντυπωσιακή ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά τις προκλήσεις της πανδημίας, τις φωτιές και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Παρά τις πολλαπλές προκλήσεις, βλέπουμε συνεχή δέσμευση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ξεκάθαρα σημάδια αυξανόμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας», δήλωσε ο Πασκάλ Ντόναχιου. Πρόσθεσε ότι έχουν εκπληρωθεί οι απαραίτητοι όροι για την εκταμίευση της 7ης δόσης, ύψους 748 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, για την ελάφρυνση του χρέους.
«Χαιρετίζουμε την πρόθεση της Επιτροπής να μην παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία για την ελληνική οικονομία μετά τη λήξη της τον Αύγουστο», πρόσθεσε ο Π. Ντόναχιου, λέγοντας ότι πρόκειται για «ένα σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής κυβέρνησης» και μια συνεχή πρόοδο από το 2010, η οποία αναγνωρίζεται από το Eurogroup, ως ένα ακόμη «ορόσημο» για την Ελλάδα.
Από την πλευρά του, ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι έκανε λόγο για «πολύ καλά νέα» και «ιστορική μέρα» για την Ελλάδα.
«Επιβεβαιώνω την πρόθεση της Επιτροπής να λήξει τον Αύγουστο τη διαδικασία ενισχυμένης εποπτείας» τόνισε, και πρόσθεσε ότι πρόκειται για «ένα βήμα-κλειδί για την κανονικότητα της ελληνικής οικονομίας», μετά από 12 χρόνια προσπαθειών. Ανέφερε, επίσης, ότι η Ελλάδα εκπλήρωσε επιτυχώς τις δεσμεύσεις της και βελτίωσε την ανθεκτικότητα της οικονομίας της, ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι τα τρία τελευταία χρόνια επιτεύχθηκε πρόοδος, παρά την κρίση της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι η Ελλάδα δεσμεύεται να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της κανονικής μετα-προγραμματικής περιόδου.
Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, δήλωσε ότι «η Ελλάδα σήμερα επιτυγχάνει ένα σημαντικό ορόσημο». «Το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας είναι ιστορικό» πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι συνεχίζεται η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα παρακολουθούνται. Υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει να λαμβάνει σημαντική χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και είναι σημαντική η δέσμευσή της στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
«Ο ESM έχει ειδική σχέση με την Ελλάδα. Έχω εμπλακεί με το θέμα της Ελλάδας τα τελευταία 12 χρόνια και μπορώ πραγματικά να δω την πρόοδο που έχει γίνει αυτά τα χρόνια. Τα προβλήματα ήταν πολύ μεγάλα πριν από 12 χρόνια και τώρα η χώρα βρίσκεται σε πολύ καλή κατεύθυνση και ο ESM κρίνει απολύτως δικαιολογημένο το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας», δήλωσε ο Ρέγκλινγκ.
Σημείωσε, επίσης, ότι «ο ESM θα συνεχίσει τη στενή συνεργασία με την Ελλάδα, η οποία θα επωφελείται από τα φθηνά δάνεια του Ταμείου για τις επόμενες δεκαετίες».