Τα στοιχεία του γ' 3μήνου αν μη τι άλλο χαρακτηρίζονται θετικά για την ελληνική οικονομία.
Η ανάκαμψη συνεχίστηκε -και μάλιστα με ρυθμούς 13,4%- αποκαθιστώντας το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του 2020, ενώ σημειώνεται αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας.
Με πολλές αβεβαιότητες μπαίνουμε στο 2022
Αυτός ο ενθαρρυντικός πρόλογος της Τριμηνιαίας Έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σκιάζεται, όμως, από τις αβεβαιότητες που φέρνει η πανδημία κι ο πληθωρισμός. Συγκεκριμένα, στο διεθνές περιβάλλον, που ασφαλώς επηρεάζει και την ελληνική οικονομία, αναδεικνύονται ως κίνδυνοι:
- H εμφάνιση πιο μεταδοτικών παραλλαγών του κορωνοϊού θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω την εξάπλωση της πανδημίας, καθυστερώντας την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό επιδεινώνεται από τα εμπόδια στην παγκόσμια διανομή εμβολίων σε φτωχότερες χώρες και τα υψηλά επίπεδα διστακτικότητας εμβολιασμού σε ανεπτυγμένες χώρες.
- Η διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των μεταφορών μπορεί να δημιουργήσει ανατροφοδοτούμενο πληθωρισμό και να ασκήσει δημοσιονομικές πιέσεις για την αντιστάθμιση των απωλειών της αγοραστικής δύναμης.
- Η ταχύτερη από την αναμενόμενη εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες, εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνική σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες με μεγάλο χρέος σε ξένο νόμισμα και αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες.
- Με δεδομένη την υπερτίμηση των περιουσιακών στοιχείων λόγω χαμηλών επιτοκίων, το κλίμα θα μπορούσε να μεταβληθεί απότομα λόγω των δυσμενών ειδήσεων για την πανδημία ή των εξελίξεων σχετιζόμενων με την εφαρμοζόμενη πολιτική. Ομοίως, μεγάλης κλίμακας άτακτες εταιρικές χρεοκοπίες ή αναδιάρθρωση, για παράδειγμα στον τομέα των ακινήτων της Κίνας, θα μπορούσε να έχει ευρεία απήχηση στις αγορές.
- Η διεύρυνση των ανισοτήτων, η απογοήτευση για την διαχείριση της πανδημίας, η αύξηση των τιμών των τροφίμων, η αργή ανάπτυξη της απασχόλησης και η μακροχρόνια διάβρωση της εμπιστοσύνης στους κυβερνητικούς θεσμούς μπορούν να υπονομεύσουν την πολιτική σταθερότητα και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη.
Στο εσωτερικό της χώρας, οι κίνδυνοι αυτοί συγκεκριμενοποιούνται ως εξής:
-Η διατήρηση των κρουσμάτων και των θανάτων σε υψηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μπορεί να οδηγήσει σε λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που θα καθυστερήσουν την επαναφορά στην ισορροπία.
-Οι ανατιμήσεις της ενέργειας, των πρώτων υλών και των μεταφορών, πέρα από την επίπτωση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, μπορούν να προκαλέσουν ανατροφοδοτούμενες πληθωριστικές πιέσεις που, εφόσον υπερβούν εκείνες των εμπορικών εταίρων, θα πλήξουν την ανταγωνιστικότητα.
-Η ταχύτερη της αναμενόμενης μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο (ήδη στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Αγγλίας) μπορεί να αυξήσει το κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Ο κίνδυνος αυτός έχει για την ώρα μετριαστεί δεδομένου ότι οι αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ θα συνεχιστούν ως τη λήξη της περιόδου επανεπένδυσης του έκτακτου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων λόγω της πανδημίας (PEPP) στα τέλη του 2024.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η άρση των έκτακτων μέτρων για την πανδημία θα «προσγειώσει» το έλλειμμα του Προϋπολογισμού σε επίπεδα διαχειρίσιμα, πριν το 2023 οπότε θα ενεργοποιηθούν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Παρά ταύτα, το σφόδρα πιθανό ενδεχόμενο να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα στήριξης απέναντι στις ανατιμήσεις στο πεδίο της Ενέργειας, αποτελεί εστία κινδύνου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει εύρημα του ΓΠΚΒ στους κοινωνικούς δείκτες και ειδικότητα σε αυτόν που αποτυπώνει την κοινωνική ανισότητα. Σε αντίθεση με τον αντίστοιχο για τα ποσοστά φτώχειας, που υποχωρεί, η οικονομική ανισότητα διευρύνθηκε το 2020 (εισοδήματα 2019), αφού ο λόγος S80/S20 (αναλογία ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του πλουσιότερου 20% σε σχέση με το φτωχότερο 20%) αυξήθηκε σε 5,2 (5,1 το 2019) ενώ ο συντελεστής ανισότητας Gini13 (απόκλιση από την ίση κατανομή εισοδήματος) αυξήθηκε σε 0,314 (από 0,310 το 2019).
Ως «εργαλείο» για την ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδημάτων χαρακτηρίζεται ο κατώτατος μισθός. Το ΓΠΚΒ δεν προχωρά σε εκτίμηση για την ενδεδειγμένη περαιτέρω αύξηση του, ωστόσο επισημαίνεται ότι οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό κατά κύριο λόγο δεν απασχολούνται σε κλάδους που εκτίθενται σε διεθνή ανταγωνισμό, άρα αδυνατίζει το επιχείρημα περί πλήγματος της ανταγωνιστικότητας. Από την άλλη, είναι κοινή παραδοχή ότι η παραγωγικότητα αποτελεί το μέτρο για τις μισθολογικές αυξήσεις.