Oι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν κάνει τα πρώτα βήματα για να ενσωματώσουν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή στα μοντέλα τους, «αλλά καμία δεν είναι κοντά στο να ικανοποιήσει τις εποπτικές προσδοκίες», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Η κεντρική τράπεζα απέστειλε επιστολές σε κάθε μία από τις 112 τράπεζες που εποπτεύει άμεσα, καλώντας τες να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες αυτές. Η ΕΚΤ δεσμεύεται να συνεχίσει τον εποπτικό διάλογο με τις τράπεζες και θα ενσωματώσει σταδιακά τον κλιματικό και περιβαλλοντικό κίνδυνο στη μεθοδολογία της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), κάτι που πιθανόν θα επηρεάσει το ύψος των κεφαλαιακών απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ.
Όπως αναφέρεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ΕΚΤ δημοσιοποίησε σήμερα την πρώτη μεγάλης κλίμακας αξιολόγηση για την προσαρμογή των πρακτικών των τραπεζών αναφορικά με τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, σύμφωνα με την οδηγία που είχε δώσει τον Νοέμβριο του 2020.
Οι μισές από τις τράπεζες που αξιολογήθηκαν αναμένουν ότι οι κίνδυνοι αυτοί θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα πιστωτικά προφίλ τους στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια, με την μεγαλύτερη επίπτωση στους κινδύνους των πιστωτικών, λειτουργικών και επιχειρηματικών μοντέλων τους. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι «όλες οι τράπεζες που έκριναν ότι δεν είναι εκτεθειμένες σε κλιματικούς κινδύνους είχαν σημαντικές αδυναμίες στην αξιολόγηση των κινδύνων τους».
«Γενικά, οι τράπεζες έχουν καταβάλει προσπάθειες για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες της ΕΚΤ αναφορικά με τα όργανα διαχείρισης, την ανάληψη κινδύνων και τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου τους. Ωστόσο, υστερούν σε τομείς, όπως οι εσωτερικές αναφορές, η διαχείριση των κινδύνων αγοράς και ρευστότητας και οι ασκήσεις αντοχής», σημειώνει η ΕΚΤ.
Οι μισές τράπεζες δεν έχουν σχεδιάσει συγκεκριμένες δράσεις για να ενσωματώσουν τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στις επιχειρηματικές στρατηγικές τους και λιγότερες από μία στις πέντε έχουν αναπτύξει βασικούς δείκτες κινδύνου που θα παρακολουθούν. Μόνο η μία στις τρεις τράπεζες έχουν συγκεκριμένα σχέδια που είναι τουλάχιστον σε γενικές γραμμές επαρκή, ενώ οι μισές δεν θα έχουν ολοκληρώσει την υλοποίηση των σχεδίων τους έως το τέλος του 2022.