Πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ προβλέπεται να παραμείνει η ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2022, 2023 και 2024, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα η Επιτροπή προβλέπει οικονομικη ανάπτυξη 5,9% το 2022, 2,4% το 2023 και 1,9% το 2024.
Για την ευρωζώνη, η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη 3,5% το 2022, 1,1% το 2023 και 1,6% το 2024, έναντι ανάπτυξης στην ΕΕ της τάξεως του 3,5% το 2022, 1% το 2023 και 1,7% το 2024.
Εαρινές προβλέψεις, τι προβλέπουν για την Ελλάδα
Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της Επιτροπής για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι αναθεωρημένες προς τα πάνω για το 2022 και το 2023, σε σύγκριση με αυτές του Φεβρουαρίου (5,5% και 1,2% ήταν αντιστοίχως η πρόβλεψη για το 2022) και αναθεωρημένες προς τα κάτω για το 2024 (2,2% ήταν η πρόβλεψη το Φεβρουάριο).
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, η Επιτροπή εκτιμά ότι στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 9,3% το 2022 και προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 4,2% το 2023 και στο 2,4% το 2024. Για την ευρωζώνη, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 8,4% το 2022 και προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 5,8% το 2023 και στο 2,8% το 2024. Στην ΕΕ ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 9,2% το 2022 και προβλέπεται να μειωθεί στο 6,7% το 2023 και στο 3,1% το 2024.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο -0,6% του ΑΕΠ το 2024, υποδηλώνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%. Το 2022 το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο -2,3% του ΑΕΠ και προβλέπεται ότι θα μειωθεί στο -1,3% του ΑΕΠ το 2023.
Στην ευρωζώνη το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο -3,6% του ΑΕΠ το 2022 και προβλέπεται να μειωθεί στο -3,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο -2,4% του ΑΕΠ το 2024.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα το 2022 στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154,4% το 2024, βοηθούμενος από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την οικονομική ανάπτυξη.
Το 2024, η Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα βρίσκεται στο 1,9%, σταδιακά συγκλίνοντας προς το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό. Οι επενδύσεις πρόκειται να παραμείνουν βασικός συντελεστής στην αύξηση της παραγωγής, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς από ό,τι το 2021-2023, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών είναι πιθανό να υποστηριχθούν από την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, προβλέπει η Επιτροπή.
ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΩΝ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΙΕΣΕΩΝ
Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε σημαντικά το 2022 εν μέσω διαρκούς δημιουργίας θέσεων εργασίας. Παρόλο που οι άνθρωποι συνέχισαν να επιστρέφουν στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία, υποδηλώνοντας αύξηση του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 12,5% το 2022 και αναμένεται να μειωθεί στο 11,8% έως το 2024. Παρά την αναμενόμενη ανάκαμψη της αύξησης των ονομαστικών μισθών φέτος και στη συνέχεια, η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν αναμένεται να γίνει θετική πριν από το 2024, εκτιμά η Επιτροπή.
Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΘΑ ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΘΕΙ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Ο γενικός πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο 9,3% το 2022, αλλά μειώθηκε στο 6,3% έως το 1ο τρίμηνο του 2023. Οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να μετριαστούν περαιτέρω φέτος χάρη στη χαλάρωση των τιμών της ενέργειας. Οι τιμές καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4,2% και 2,4% το 2023 και το 2024 αντίστοιχα. Ωστόσο, η καθυστερημένη μετάβαση των υψηλών τιμών ενέργειας και τροφίμων σε υπηρεσίες και μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά, η οποία έχει γίνει πιο ορατή από το τελευταίο τρίμηνο του 2022, θα ωθήσει τον πυρήνα του πληθωρισμού το 2023. Παρά την αύξηση κατά 9,4% του ελάχιστου μισθού τον Απρίλιο του 2023, οι κίνδυνοι μιας σπείρας μισθού-τιμής φαίνεται συγκρατημένη. Ωστόσο, οι ανοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό προκύπτουν από μια πιο γρήγορη προσαρμογή των μισθών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πυρήνα πληθωρισμού.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΗΡΘΕ ΝΩΡΙΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2022 αποδείχθηκε σημαντικά χαμηλότερο από το αναμενόμενο, φθάνοντας το 2,3% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 4,1% του ΑΕΠ που προβλεπόταν το φθινόπωρο. Το πρωτογενές ισοζύγιο κατέγραψε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ. Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως στα καλύτερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους άμεσους φόρους.
Μετά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα το 2022, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στο 1,3% το 2023. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία (τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 1,5% του ΑΕΠ το 2022) και σε σημαντική μείωση του κόστους των μέτρων για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας (από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,2% το 2023). Ταυτόχρονα, η αύξηση των μισθών του Δημοσίου και των κοινωνικών παροχών αναμένεται να παραμείνει ισχνή. Η πρόβλεψη επηρεάζει επίσης δύο προσωρινά μέτρα που εισήχθησαν ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις με εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος 0,3% του ΑΕΠ: (α) ένα κουπόνι 35 ευρώ το μήνα για την περίοδο Φεβρουαρίου έως Ιουλίου 2023 για νοικοκυριά που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια και ( β) εφάπαξ συνταξιοδοτικό επίδομα για συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη επί του παρόντος δεν είναι αναπροσαρμοσμένη.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,6% του ΑΕΠ το 2024, υποδηλώνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων ενεργειακών μέτρων έως το 2024. Παρά την προγραμματισμένη μεταρρύθμιση του μισθολογίου με εκτιμώμενη δημοσιονομική επίπτωση 0,2% του ΑΕΠ για το 2024, οι δημόσιες δαπάνες αναμένεται να παραμείνουν συνολικά σίγαση βελτιώνοντας έτσι την ισορροπία.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154,4% το 2024, βοηθούμενος από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να υπόκεινται σε ανοδικούς και καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, οι αρνητικοί κίνδυνοι προέρχονται από εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερο τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Δημόσιας Περιουσίας (ΕΤΑΔ). Ανοδικά, εάν συνεχιστεί η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, τα έσοδα θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα από τα αναμενόμενα επί του παρόντος.