Η Κομισιόν προετοιμάζει ένα πακέτο μέτρων για να αντιμετωπίσει την άνοδο των τιμών στην ενέργεια αλλά μπροστά στις πραγματικές αιτίες που έχουν οδηγήσει τις τιμές στα ύψη πόσα μπορεί να κάνει η ΕΕ και κάθε κράτος-μέλος;
Αναλύσεις επί αναλύσεων γίνονται σε όλο τον κόσμο για να διερευνηθούν οι αιτίες που έχουν οδηγήσει την αγορά της ενέργειας σε αυτά τα ύψη. Ακόμη μεγαλύτερη συζήτηση σηκώνει η αντιμετώπιση της σύνθετης κατάστασης.
Φταίει η πράσινη μετάβαση;
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Euractiv, η τιμή του άνθρακα καθορίζεται από ένα συνδυασμό παραγόντων. Ένας από αυτούς είναι η ανεβασμένη τιμή του φυσικού αερίου. Οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι η αγορά του άνθρακα θα υποστεί πλήγμα αφού τα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα περιοριστούν. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσεις τις εκπομπές στο μισό μέχρι το 2030 και να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Αυτό σημαίνει ότι η ενέργεια, παραγόμενη από ορυκτά, έχει ημερομηνία λήξης στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα Euractiv, η άνοδος των τιμών αποτυπώνει εν μέρει την αντίδραση της αγοράς στις πολιτικές για το κλίμα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του επιτρόπου της Κομισιόν, επικεφαλής για το κλίμα, Φράνς Τίμερμανς, ο οποίος παραδέχθηκε ότι περίπου το ένα πέμπτο της αύξησης της τιμής της ενέργειας μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα στην αγορά άνθρακα της ΕΕ.
Τα κράτη μέλη αναζητούν λύσεις διαχείρισης με άμεσο αποτέλεσμα. Η Γαλλία για παράδειγμα αποφάσισε να επιδοτήσει φτωχότερα νοικοκυριά για να «βγει» ο χειμώνας. Η Ισπανία προχώρησε σε προσωρινή άρση των φόρων στην ηλεκτρική ενέργεια. Έχει να κάνει προφανώς και με το πόσο μπορεί να αντέξει η κάθε οικονομία.
Φταίει η Ρωσία;
Η αύξηση της ζήτησης στην ενέργεια όσο βγαίνουν οι χώρες από τους περιορισμούς που έχει επιβάλλει η πανδημία και η μειωμένη παροχή του φυσικού αερίου στην αγορά έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην αύξηση των ενεργειακών τιμών. Η ζήτηση ανεβαίνει μαζί και η τιμή.
Υπάρχει έντονος προβληματισμός στους αναλυτές σχετικά με το ρόλο της Ρωσίας σε όλο αυτό. Οι Ρώσοι δεν προμηθεύουν την ΕΕ με επαρκείς, για τις ανάγκες τη ευρωπαϊκής οικονομίας, ποσότητες φυσικού αερίου, μέσω Ουκρανίας. Και προκύπτει αβίαστα το ερώτημα, γιατί; Αφού θα αγοραστεί σε υψηλή τιμή.
Η ασιατική αγορά είναι πιο επικερδής
Όπως φαίνεται, η επιλογή των Ρώσων κρίθηκε με όρους οικονομικού συμφέροντος, καθώς η ασιατική αγορά εμφανίζεται πιο συμφέρουσα επιλογή για την προμήθεια του φυσικού αερίου. Η ΕΕ έχει βρεθεί δηλαδή εκτεθειμένη στους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς.
Γιατί η Ρωσία να δεσμεύσει ποσότητες φυσικού αερίου με όταν χώρες, όπως η Κίνα για παράδειγμα, μπορεί να χρειάζονται μέρος αυτής της προμήθειας και είναι διατεθειμένες να το πάρουν με μεγαλύτερη προσφορά;
Λύσεις- Βραχυπρόθεσμες και Μακροπρόθεσμες
Από εκεί και πέρα η μακροπρόθεσμη λύση βρίσκεται στην επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την πράσινη μετάβαση, να αποκτήσει η Ευρώπη την πολυπόθητη ενεργειακή αυτάρκεια. Αυτό όμως χρειάζεται χρόνο και οι ειδικοί σημειώνουν ότι η μετάβαση θα συνεχίσει να απαιτεί φυσικό αέριο- και πετρέλαιο λιγότερο, για να γίνει με ομαλό τρόπο.
Βραχυπρόθεσμες λύσεις είναι οι κοινωνικές πολιτικές και οι έκτακτες φορολογικές ελαφρύνσεις προσωρινού χαρακτήρα, που κράτη ήδη εφαρμόζουν. Σύμφωνα με μια άποψη, η ΕΕ θα πρέπει να επεξεργαστεί το ενδεχόμενο υπογραφής μακροπρόθεσμων συμβάσεων, εντός των ευρωπαϊκών ορίων της πράσινης μετάβασης, για την προμήθεια φυσικού αερίου. Κι αυτό το εγχείρημα όμως παραμένει γεωπολιτικά αμφίρροπο, πρώτον λόγω των τεταμένων σχέσεων με τη Ρωσία- βασικός ενεργειακός παίκτης, τα τελευταία χρόνια και δεύτερον εξαιτίας των πιο αυξημένων αναγκών της ασιατικής αγοράς.
Το πακέτο που ετοιμάζει η Κομισιόν αποτελεί στην ουσία έναν οδηγό μέτρων για τις εθνικές πολιτικές με σκοπό την αντιμετώπιση της ενεργειακής «κρίσης». Τα κράτη μέλη επιδιώκουν τρόπους διαχείρισης της κατάστασης, βάσει αναγκών και δυνατοτήτων. Το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό όμως και στην πραγματικότητα οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη η ΕΕ να δει με ενιαίο τρόπο ποια στρατηγική θα ωφελήσει την ευρωπαϊκή οικονομία και κατ' επέκταση τις εθνικές οικονομίες, σε βραχύχρονο διάστημα.