Ο Γιώργος Ατσαλάκης, οικονομολόγος και Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, στο Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης, αναλύει στο iefimerida.gr τι σημαίνει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα, εξηγώντας ότι «θα υπάρχουν λεφτά και το κόστος δανεισμού θα μειωθεί υπό προϋποθέσεις για τη χώρα μας».
Όπως τονίζει, «οι ανάγκες των χωρών για δανεικά κεφάλαια τα επόμενα χρόνια θα είναι τεράστιες. Χρειάζονται επιπλέον χρήματα για το τεράστιο κόστος της πράσινης μετάβασης, για να αντιμετωπιστεί ο επερχόμενος στασιμοπληθωρισμός, για να επιδοτήσουν τις υψηλές τιμές ενέργειας, να επενδύσουν στην τεχνητή νοημοσύνη και άλλες νέες τεχνολογίες, να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και συχνότερες φυσικές καταστροφές, να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες κλπ. Με τα επιτόκια δανεισμού να είναι ήδη δυσθεώρητα τα κεφάλαια αυτά θα έχουν δυσβάσταχτο κόστος».
H επενδυτική βαθμίδα αναφέρεται σε μια αξιολόγηση που αποδίδεται σε έναν χρεωστικό τίτλο, όπως ένα ομόλογο, που σημαίνει χαμηλό κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων, άρα ευκολία δανειοδότησης.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των τίτλων επενδυτικής βαθμίδας είναι:
Χαμηλός κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων: Οι τίτλοι επενδυτικής βαθμίδας θεωρούνται σχετικά ασφαλείς επενδύσεις επειδή έχουν μικρή πιθανότητα αθέτησης πληρωμών τόκων ή αποπληρωμής κεφαλαίου. Αυτό τα καθιστά ελκυστικά για επενδυτές που αναζητούν μια σταθερή και προβλέψιμη ροή εισοδήματος.
Υψηλότερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας: Οι τίτλοι επενδυτικής βαθμίδας συνήθως λαμβάνουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στις ανώτερες βαθμίδες από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Οι κοινές κλίμακες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας χρησιμοποιούν όρους όπως "AAA", "AA", "A" ή "BBB" για να υποδηλώσουν τίτλους επενδυτικής βαθμίδας. Για παράδειγμα, το "AAA" είναι η υψηλότερη αξιολόγηση, υποδεικνύοντας την υψηλότερη πιστωτική ποιότητα.
Χαμηλότερες αποδόσεις: Λόγω του χαμηλότερου κινδύνου τους, τα ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας τείνουν να προσφέρουν χαμηλότερες αποδόσεις ή επιτόκια σε σύγκριση με τα ομόλογα υψηλότερου κινδύνου. Οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να δεχτούν χαμηλότερες αποδόσεις σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια που παρέχουν αυτά τα ομόλογα.
Ελκυστικά για τους θεσμικούς επενδυτές: Τα ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας είναι δημοφιλή μεταξύ των θεσμικών επενδυτών, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες, επειδή συχνά έχουν επενδυτικές εντολές που απαιτούν από αυτούς να κατέχουν ένα ορισμένο ποσοστό του χαρτοφυλακίου τους σε περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας και χαμηλού κινδύνου.
Ρευστότητα αγοράς: Τα ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας είναι συνήθως πιο ρευστά στη δευτερογενή αγορά, διευκολύνοντας τους επενδυτές να τα αγοράζουν και να τα πωλούν.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι τίτλοι επενδυτικής βαθμίδας αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου φάσματος ομολόγων, με ομόλογα χαμηλότερης διαβάθμισης γνωστά ως «ομόλογα σκουπίδια» ή «ομόλογα υψηλής απόδοσης».
Σύμφωνα με τον κ. Ατσαλάκη, η αξιολόγηση των εταιρειών επενδυτικής βαθμίδας περιλαμβάνει μια συνολική αξιολόγηση διαφόρων οικονομικών, λειτουργικών και σχετικών με την αγορά παραγόντων για τον προσδιορισμό της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαδραματίζουν καίριο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης.
Ορισμένοι από τους βασικούς παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά την αξιολόγηση εταιρειών επενδυτικής βαθμίδας είναι:
Οικονομική υγεία: Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξετάζουν προσεκτικά τις οικονομικές καταστάσεις μιας εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου του ισολογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων και των καταστάσεων ταμειακών ροών. Αξιολογούν βασικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες, όπως το χρέος προς ίδια κεφάλαια, η κάλυψη τόκων και η κερδοφορία. Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας εταιρείας επενδυτικής βαθμίδας.
Πιστωτικό ιστορικό: Το ιστορικό της εταιρείας στην εκπλήρωση των δανειακών της υποχρεώσεων είναι κρίσιμο. Οι οργανισμοί εξετάζουν το ιστορικό της εταιρείας για την αποπληρωμή των χρεών της και την έγκαιρη εξυπηρέτηση των ομολόγων της. Οι συνεπείς και έγκαιρες πληρωμές αποτελούν θετικούς δείκτες.
Συνθήκες βιομηχανίας και αγοράς: Λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό και βιομηχανικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται η εταιρεία. Οι εταιρείες σε σταθερούς κλάδους με συνεπείς ταμειακές ροές είναι συχνά πιο πιθανό να λάβουν υψηλότερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
Θέση στην αγορά και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: Οι πιστωτικοί οργανισμοί αξιολογούν την ανταγωνιστική θέση της εταιρείας στον κλάδο της. Μια ισχυρή θέση στην αγορά και ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μπορεί να υποδηλώνει σταθερότητα και προβλεψιμότητα των ταμειακών ροών.
Ποιότητα διαχείρισης: Αξιολογείται η ικανότητα και η εμπειρία της διοικητικής ομάδας της εταιρείας. Η έμπειρη και αποτελεσματική διοίκηση είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις.
Νομικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες: Εξετάζονται τυχόν νομικά ή ρυθμίσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα της εταιρείας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις.
Διάρθρωση χρέους: Εξετάζεται η δομή του χρέους της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των τύπων χρεωστικών τίτλων που έχει εκδώσει, των ληκτοτήτων και των συμφωνιών τους. Οι εταιρείες με καλά δομημένο χρέος που ταιριάζει με τα πρότυπα ταμειακών ροών τους συχνά αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα.
Αντιλήψεις της αγοράς: Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αντιλήψεις της αγοράς και το συναίσθημα των επενδυτών σχετικά με την εταιρεία. Αυτό περιλαμβάνει παράγοντες όπως η απόδοση των μετοχών της εταιρείας και η τιμολόγηση της αγοράς ομολόγων.
Παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες: Ευρύτεροι οικονομικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες μπορούν επίσης να επηρεάσουν την πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας. Οι οργανισμοί εξετάζουν πώς μια εταιρεία μπορεί να επηρεαστεί από τις παγκόσμιες οικονομικές τάσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Μοντέλα και κριτήρια του οργανισμού αξιολόγησης: Κάθε οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχει τα δικά του ιδιόκτητα μοντέλα και κριτήρια για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας. Αυτά τα μοντέλα συχνά ενσωματώνουν τους παράγοντες που αναφέρονται παραπάνω, αλλά μπορεί να διαφέρουν ως προς τη συγκεκριμένη μεθοδολογία τους.
Μερικοί από τους γνωστούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με τις τρεις πρώτες να κατέχουν το 95% της παγκόσμιας αγοράς: Standard & Poor's (S&P) (40%), Moody's Investors Service (40%), Fitch Ratings (15%), DBRS Morningstar (3%), Kroll Bond Rating Agency (KBRA) Japan Credit Rating Agency (JCR) Egan-Jones Ratings Company, HR Ratings de México και China Chengxin International Credit Rating Co., Ltd. Αυτοί οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαδραματίζουν καίριο ρόλο βοηθώντας τους επενδυτές, τους δανειστές και τα ιδρύματα να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με την επένδυση ή τον δανεισμό σε εταιρείες.
«Για τη χώρα μας η επενδυτική βαθμίδα σημαίνει ότι: α) Μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος της χώρας για αθετήσεις πληρωμών, β) Θα γίνονται δεκτές από την ΕΚΤ οι εξασφαλίσεις των Ελληνικών τράπεζων γ) τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονται δεκτά με το ίδιο «κούρεμα» όπως και των άλλων χωρών για αναχρηματοδοτήσεις, δ) οι νέες εκδόσεις τόσο των κρατικών όσο και των εταιρικών ομολόγων θα έχουν σημαντική ζήτηση λόγω του μειωμένου κινδύνου παρόλο τις μικρότερες αποδόσεις, ε) σε επόμενη φάση θα αναβαθμιστεί και το χρηματιστήριο στην κατηγορία των αναπτυγμένων και θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο οι ροές χρήματος προς την χώρα», τονίζει ο γνωστός οικονομολόγος.
Προσθέτοντας, παράλληλα, ότι «η ευκολία πλέον του δανεισμού από το κράτος και με χαμηλότερα επιτόκιά θα είναι ένα δέλεαρ για λήψη περισσότερων δανείων που θα πρέπει να προσέξουν οι πολιτικοί ώστε να μην ξαναχρεώσουν την χώρα με αλόγιστες δαπάνες. Ναι μεν θα υπάρχουν λεφτά αλλά θα είναι δανεικά και ακριβά με τόσο υψηλά επιτόκια».