Από την εποχή της κρίσης της Ευρωζώνης και της ελληνικής περιπέτειας του 2015 είχε να ζήσει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ένα θρίλερ όπως αυτό που εκτυλίχθηκε τις τελευταίες δύο εβδομάδες γύρω από την κατάρρευση των δύο αμερικανικών Τραπεζών και του ελβετικού τραπεζικού γίγαντα Credit Suisse.
Τελικά, μετά από συντονισμένες και αποφασιστικές κινήσεις Κυβερνήσεων, Κεντρικών Τραπεζών αλλά και της ίδιας της αγοράς φαίνεται ότι αποφεύγεται, προς το παρόν τουλάχιστον, η επέκταση αυτής της επικίνδυνης χρηματοπιστωτικής πυρκαγιάς. Οι πυροσβεστικές όμως κινήσεις των θεσμών και των Κυβερνήσεων είναι μεν απαραίτητες, και όπως φαίνεται και αποτελεσματικές, αλλά δεν αντιμετωπίζουν στη ρίζα τους τις αιτίες που προκάλεσαν την καινούργια αυτή κρίση.
Παρά τη δυναμική παρέμβαση της Κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Federal Reserve το προηγούμενο Σαββατοκύριακο για τη πλήρη διάσωση των καταθετών της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, οι τριγμοί στις διεθνείς αγορές συνεχίστηκαν και επικεντρώθηκαν στην συστημικά σημαντική Credit Suisse, η μετοχή της οποίας κατρακύλησε σε ιστορικά χαμηλά την Παρασκευή, παρά την πιστωτική γραμμή ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ που της παρείχε η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας. Στο κλείσιμο των αγορών την Παρασκευή όλες οι ενδείξεις έδειχναν ότι η 30ή μεγαλύτερη Τράπεζα του κόσμου βρισκόταν στα πρόθυρα πλήρους κατάρρευσης.
Η μόνη ρεαλιστική λύση για την αποφυγή της συστημικής κρίσης που θα δημιουργούσε η ανεξέλεγκτη κατάρρευση της Credit Suisse ήταν η εξαγορά και απορρόφησή της από μια άλλη μεγάλη Τράπεζα, καθώς μια κρατική διάσωση θα απαιτούσε πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Οι ελβετικές αρχές απευθύνθηκαν με πιεστικό, και εν τέλει πειστικό τρόπο στο άλλο τραπεζικό γίγαντα της Ελβετίας, την UBS. Μετά από δραματικές διαπραγματεύσεις 36 ωρών, τελικά υπήρξε το απόγευμα της Κυριακής συμφωνία για την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS έναντι 3 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (περίπου 3,1 δισεκατομμυρίων ευρώ). Διασώζονται έτσι πλήρως όλοι οι καταθέτες της Credit Suisse, ενώ τη ζημιά πληρώνουν οι μειωμένης εξασφάλισης ομολογιούχοι της Τράπεζας σε ύφος 16 δις ελβετικά φράγκα, οι μέτοχοι που θα λάβουν μόνο 76 σεντς για κάθε μετοχή (όταν η μετοχή της Τράπεζας πριν δύο μόλις χρόνια είχε αξία 12 ελβετικών φράγκων), και ενδεχομένως και το ελβετικό Δημόσιο που παρείχε εγγυήσεις 25 δις ελβετικών φράγκων στην UBS για να πειστεί να κλείσει η συμφωνία.
Δυναμική παρέμβαση των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών
Παράλληλα, η Federal Reserve, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι Κεντρικές Τράπεζες της Βρετανίας, της Ιαπωνίας, του Καναδά και της Ελβετίας ανακοίνωσαν ταυτόχρονα το βράδυ της Κυριακής τη δημιουργία ανοικτής ημερήσιας πιστωτικής γραμμής δολαρίων ΗΠΑ για την ενίσχυση Τραπεζών που ενδεχομένως θα χρειαστούν έκτακτη ρευστότητα λόγω αυξημένων εκροών. Οι κινήσεις αυτές των ελβετικών αρχών και των άλλων μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών θεωρείται ότι είναι επαρκείς, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, για να διατηρηθεί σε ισορροπία το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αποφευχθεί η κατάρρευση Τραπεζών με τη μορφή ντόμινο.
Οι δραστικές κινήσεις των Κυβερνήσεων και των Κεντρικών Τραπεζών τις τελευταίες δύο εβδομάδες δείχνουν ότι έγινε εν μέρει μάθημα το πάθημα του 2008 με την Lehman Brothers, πως όταν ξεσπάει μια φωτιά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πρέπει να γίνεται άμεση κατάσβεση προτού η φωτιά εξελιχθεί σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Ταυτόχρονα όμως είναι φανερό ότι ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ελβετία οι τραπεζικές εποπτικές αρχές δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Στις ΗΠΑ πάντως η βασική ευθύνη είναι πολιτική, καθώς το 2019 η Κυβέρνηση Τραμπ και το Κογκρέσο νομοθέτησαν χαλάρωση των ορίων για την εποπτεία των περιφερειακών Τραπεζών, αφήνοντας πιστωτικά ιδρύματα όπως η Silicon Valley Bank και η Signature Bank εκτός του ραντάρ της Federal Reserve. Στην περίπτωση όμως της Credit Suisse όμως, οι ελβετικές αρχές γνώριζαν τα προβλήματα στη συστημική ελβετική Τράπεζα τουλάχιστον από τις αρχές του 2021, όταν κατέρρευσε το επενδυτικό fund Archegos, στο οποίο η Credit Suisse είχε άνοιγμα 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κατέγραψε έκτακτες ζημίες 5,5 δις και αναγκάστηκε να αναζητήσει έκτακτη κεφαλαιακή ενίσχυση, χάνοντας σταδιακά την εμπιστοσύνη των αγορών.
Οι γκρίζες ζώνες στην εποπτεία των Τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ελβετία αναδεικνύουν όμως και τη σοβαρότητα με την οποία έχουν κινηθεί οι αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης μετά τη χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Οι διαδικασίες ελέγχου των ευρωπαϊκών Τραπεζών προβάλλουν πλέον ως μοντέλο παγκοσμίως για την έγκαιρη αποφυγή συστημικών κινδύνων. Στην Ευρώπη μάθαμε πολύ καλά το μάθημά μας.
Αποφύγαμε τον κίνδυνο;
Μετά την επίλυση της κρίσης με την Credit Suisse, το ερώτημα που είναι λογικό να προκύπτει είναι αν με τις συντονισμένες κινήσεις των Κυβερνήσεων και των θεσμών αποφύγαμε οριστικά μια γενικευμένη τραπεζική κρίση που θα έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην πραγματική οικονομία. Η πραγματικότητα είναι ότι ναι μεν υπάρχουν ευθύνες στις ΗΠΑ και την Ελβετία διότι δεν προφύλαξαν έγκαιρα το τραπεζικό τους σύστημα από φαινόμενα όπως της SVB και της Credit Suisse, αλλά η φούσκα έσκασε τώρα διότι τα υψηλά επιτόκια και η αφαίρεση ρευστότητας από την οικονομία προκαλούν ασφυκτικές συνθήκες σε πολλές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα σημαντικές εκροές από τις Τράπεζες και ανάδειξη νέων ανοιγμάτων.
Τα φοβερά επίπεδα πληθωρισμού που έφερε το τέλος της πανδημίας ήταν αναμενόμενο να αναγκάσουν τις Κεντρικές Τράπεζες να προχωρήσουν σε δραστικές αυξήσεις επιτοκίων και μείωση της ρευστότητας. Τώρα όμως αναδύονται και τα προβλήματα που προκαλεί αυτή η εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική. Η πρόσφατη τραπεζική κρίση έχει οδηγήσει πλέον σε δεύτερες σκέψεις τους κεντρικούς τραπεζίτες για την πορεία των επιτοκίων. Και ναι μεν τα πυροσβεστικά μέτρα είναι πολύ δραστικά και άμεσα, αλλά οι αιτίες για την ανάδειξη προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα βρίσκονται μπροστά μας. Τουλάχιστον στην Ευρωζώνη νιώθουμε και είμαστε πολύ καλύτερα προστατευμένοι από άλλες οικονομίες, αλλά ο βασικός κίνδυνος δεν θα εκλείψει προτού νικηθεί ουσιαστικά το τέρας του πληθωρισμού.