Την αντίθεση του στα μέτρα στήριξης της επιχειρηματικότητας και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στον τουρισμό που ανακοίνωσε η κυβέρνηση εκφράζει ο ΣΕΤΕ.
Σε επιστολή του ο πρόεδρος του οργανισμού Γιάννης Παράσχης απευθυνόμενος στους αρμόδιους υπουργούς τονίζει τα εξής:
Σε συνέχεια της διυπουργικής συνέντευξης Τύπου για την εξειδίκευση των «μέτρων στήριξης» που ανακοινώθηκαν στο πλαίσιο της ΔΕΘ, ο ΣΕΤΕ τονίζει ότι τα μέλη του είναι αντίθετοι σε μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, καθώς πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος.
Τα ζητήματα που υπογραμίζει ο ΣΕΤΕ
1) Η επικείμενη αύξηση στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή, η οποία μπορεί να φτάσει ανά είδος καταλύματος +400% σε λιγότερο από ένα έτος εφαρμογής του μέτρου χωρίς να έχει προηγηθεί απολογισμός για τη χρήση των πόρων που συγκεντρώθηκαν από την καθιέρωσή του, εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Τέτοιου είδους μέτρα δεν εξυπηρετούν την εθνική στρατηγική για τη χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά επίπεδα τιμών και τις γεωγραφικές διακυμάνσεις, ενώ κινδυνεύουν να ενισχύσουν φαινόμενα παραβατικότητας. Παρά το ότι η διεύρυνση του μειωμένου τέλους κατά τον μήνα Μάρτιο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν αρκεί προφανώς για να αντισταθμίσει τις υπέρμετρες αυξήσεις των υπολοίπων μηνών, πάντα σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ.
2) Όσον αφορά την επιβολή τέλους στην κρουαζιέρα, οποιαδήποτε αύξηση στα ισχύοντα λιμενικά τέλη πρέπει να συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό, να είναι αναλογική με τις επενδυτικές ανάγκες των λιμένων, να εφαρμόζεται σε όλους τους επισκέπτες και να διασφαλίζεται ότι τα οφέλη θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες. Χωρίς τις απαραίτητες λειτουργικές παρεμβάσεις σε λιμένες και νησιά που παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση κρουαζιέρας, η επιβολή τελών ως μοναδική παρέμβαση δεν θα έχει το επιδιωκόμενο αποτελέσματα για τη βιωσιμότητα των προορισμών, υποστηρίζει ο ΣΕΤΕ.
3) Αφενός, οι ανακοινωθείσες επιβαρύνσεις μειώνουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ειδικά σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή των υπηρεσιών. Αφετέρου, οι δημοσιονομικές ανάγκες που απορρέουν από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης δεν μπορούν να καλύπτονται αποκλειστικά από έναν τομέα της οικονομίας, σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
4) Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι βρίσκεται σε διαβούλευση από το ΥΠΕΣ σχέδιο νόμου που προβλέπει δυνητική αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων σε ποσοστό από 0,50 σε 0,75. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση των τουριστικών επιχειρήσεων και επισκεπτών θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στην εικόνα όσο και στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Είναι εξαιρετικά σημαντικό η κεντρική διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση να διαχειρίζονται ορθολογικά τους πόρους από τις επιβαρύνσεις, εξασφαλίζοντας ότι οι τοπικές κοινωνίες απολαμβάνουν τα οφέλη, τονίζει ο ΣΕΤΕ.
5) Τέλος, υπενθυμίζεται ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος 4887/2022, αν και ψηφίστηκε στις 4/2/2022, δεν έχει ακόμη να επιδείξει κάποια απόφαση υπαγωγής για τουριστική επιχείρηση. Είναι κρίσιμο να αυξηθούν οι πόροι για τις τουριστικές επενδύσεις του Αναπτυξιακού Νόμου, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι ανέρχονται σε μόλις 300 εκατ., ενώ οι αιτήσεις ξεπερνούν το 1 δισ. Ευρώ. Επιπλέον, επισημαίνεται πως οι τουριστικές επιχειρήσεις αναμένουν νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ για την υποβολή των επενδυτικών τους σχεδίων και νέες προκηρύξεις του Αναπτυξιακού Νόμου ο οποίος δεν έχει ακόμα δημοσιεύσει πρόσκληση εντός του 2024, καταλήγει η επιστολή του ΣΕΤΕ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ