Η είδηση δεν είναι, πλέον, ότι το «βουνό» των χρεών στην εφορία ψήλωσε λίγο ακόμα με το ξεκίνημα της χρονιάς, αλλά ότι η ανταπόκριση φυσικών και νομικών προσώπων στις πάσης φύσεως ρυθμίσεις παραμένει αναιμική.
Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, όπως τα επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, δείχνουν ότι το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιανουαρίου του 2024, διαμορφώθηκε στα 106,995 δισ. ευρώ, όντας δηλαδή μειωμένο κατά περίπου 7,5 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2023 και ελαφρώς “τσιμπημένο” από τα 106,302 δισ. ευρώ του Δεκεμβρίου του 2023.
Ακόμα κι αν λάβει κανείς υπόψιν ότι το πραγματικό χρέος διαμορφώνεται στα 80,675 δισ ευρώ- τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται επισήμως ως ανεπίδεκτα είσπραξης- ο όγκος του εξακολουθεί να τρομάζει. Ένα από τα ερωτήματα που ανακύπτει εύλογα είναι το πόσα από αυτά τα χρέη είναι ρυθμισμένα, άρα υπάρχει προσδοκία είσπραξης για τα κρατικά ταμεία και ανασύνταξης για τους ίδιους τους οφειλέτες. Η απάντηση είναι μάλλον απογοητευτική και γι’ αυτό φαίνεται ότι στον νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας επιχειρείται να στηθεί ένα πιο «φιλικό» πλαίσιο για τους φορολογούμενους.
Από το «βουνό» των χρεών στην εφορία, μόλις το 5,8% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε μόλις 4,7 δισ. Ευρώ!
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων, που έκανε το ΓΠΚΒ, το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (23,8%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, ενώ εντός αυτού του εύρους το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 26,2% για ποσά από 3.000 έως 5.000 ευρώ, δηλαδή κατά βάση στις μικρές οφειλές.
Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων εντοπίζεται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (24,2%), ενώ τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (30%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ.
Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ), όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα) κι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ενταθεί η πίεση κυρίως προς τους μεγάλους οφειλέτες, στους οποίους αναλογούν περί τα 92 δισ ευρώ χρεών!
Μια ακόμα... 2η ευκαιρία
Δεν είναι μυστικό ότι η αγορά ζητά και ξαναζητά ρυθμίσεις οφειλών, πιο ευνοϊκές και πιο «φιλικές» από τις προηγούμενες, για να μειωθεί- υποτίθεται- το stock των παλιών οφειλών, αλλά και για να διασφαλιστεί η ρευστότητα που- υποτίθεται- αποτρέπει τη δημιουργία νέων χρεών.
Δεν είναι, επίσης, μυστικό ότι οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες παθαίνουν... κρίση, κάθε φορά που ακούνε για ρυθμίσεις, περαιώσεις, διαγραφές, κραδαίνοντας στα χέρια τους στοιχεία- όπως τα παραπάνω- που δείχνουν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη προθυμία ρυθμίσεων κι ότι εν πάση περιπτώσει η κουλτούρα πληρωμών διαβρώνεται από τέτοιες πρακτικές.
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση
Αυτό που κάνει το οικονομικό επιτελείο- ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια λεπτομέρεια και με τέτοια στόχευση- είναι ότι απαλείφει παραλογισμούς του ισχύοντος πλαισίου, που ουσιαστικά σε πετάνε έξω από μια ρύθμιση, ακόμα και για τυπικούς λόγους π.χ. η καθυστέρηση υποβολής δήλωσης ΦΠΑ για ένα 24ωρο. Έτσι, αν και δεν έρχεται μια ακόμα ρύθμιση οφειλών, επιχειρείται η απάλειψη όλων αυτών των παραλογισμών, που ουσιαστικά υπονομεύουν εν τη γενέσει τους τις προσπάθειες εξόφλησης παλιών και νέων οφειλών.
Κατ' αρχάς, παρέχεται η δυνατότητα αναβίωσης ρυθμίσεων που είχαν πρακτικά χαθεί, με την αποπληρωμή των εκπρόθεσμων δόσεων, όσες και αν είναι αυτές, μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Σε περίπτωση που έχει ήδη καταβληθεί μέρος των ανωτέρω δόσεων, τότε οι φορολογούμενοι αρκεί να αποπληρώσουν το υπόλοιπο ποσό προκειμένου να αναβιώσουν τη ρύθμιση. Ενδεικτικό της πρόθεσης του ΥΠΕΘΟ και της ΑΑΔΕ να «ξαναζωντανέψουν» ημιθανείς ρυθμίσεις, είναι ότι για να αποφευχθεί η απώλεια τους, η εφορία θα προβεί κατά προτεραιότητα στην πίστωση στις δόσεις αυτών των ποσών που προέρχονται από επιστροφές φόρων ή από παρακρατήσεις λόγω έκδοσης αποδεικτικού ενημερότητας.
Η δεύτερη σημαντική παρέμβαση γίνεται με στόχο να μη χάνονται με ευκολία οι επόμενες ρυθμίσεις οφειλών. Σήμερα, η μη υποβολή των προβλεπόμενων δηλώσεων φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ ή η καθυστέρηση υποβολής τους ακόμη και για μία ημέρα έχει ως συνέπεια την απώλεια των ρυθμίσεων για άλλες οφειλές. Το ίδιο ισχύει και για τυχόν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, που, εάν δημιουργηθούν για έστω και μια ημέρα, συνεπάγονται απώλεια της ρύθμισης.
Με τις διατάξεις που έχουν τεθεί σε διαβούλευση, δίνεται η δυνατότητα πληρωμής των παραπάνω και η τακτοποίηση των οφειλών που δεν περιλαμβάνονται στη ρύθμιση εντός 3 μηνών, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια της ρύθμισης.