Στο δεύτερο μισό του μήνα, αν όλα πάνε καλά, θα αποκατασταθεί η αδικία σε όσους ιδιοκτήτες μείωσαν οικειοθελώς τα ενοίκια στο δίμηνο Σεπτεμβρίου- Οκτωβρίου αλλά ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του χρήματος.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο προχωρά η επεξεργασία των δηλώσεων Covid, ανακύπτουν προβλήματα, στεβλώσεις, αδικίες, τις οποίες τρέχουν να διορθώσουν και να επιλύσουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ. Μια τέτοια, κραυγαλέα αδικία, αφορά στις νέες επιχειρήσεις, δηλαδή όσες δεν είχαν προλάβει να κάνουν έναρξη εργασιών ως τις 20 του περσινού Μαρτίου, καθώς ως τώρα δεν είχαν δικαίωμα μειωμένου ενοικίου, ακόμα κι αν ήταν πληττόμενες.
Επί της ουσίας, αυτές οι νέες επιχειρήσεις αντιμετωπίστηκαν όλους τους προηγούμενους μήνες άνισα σε σχέση με παλαιότερες των ίδιων κλάδων και με απόφαση του αρμόδιου υφυπουργού Α. Βεσυρόπουλου η αδικία αποκαταστάθηκε, τουλάχιστον για το δίμηνο Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου, με μια απλή προσθήκη στις επίμαχες Υπουργικές Αποφάσεις. Ως τώρα ίσχυε ότι για να δικαιούται μια επιχείρηση «κούρεμα» ενοικίου 40%, έπρεπε να έχει ΚΑΔ που στις 20 Μαρτίου συμπεριλαμβανόταν στη λίστα των πληττόμενων. Πλέον, προβλέπεται ότι την ίδια έκπτωση δικαιούνται και οι επιχειρήσεις που δεν ήταν ενεργές στις 20 Μαρτίου 2020 αλλά είχαν πληττόμενο ΚΑΔ στις 5 Νοεμβρίου.
Πώς θα λυθεί το ζήτημα των ανείσπρακτων ενοικίων
Με συνοπτικές διαδικασίες- αν και απαιτείται νομοθετική διάταξη- μπορεί να λυθεί και το πρόβλημα των ανείσπρακτων ενοικίων. Μπορεί το υπουργείο Οικονομικών να έχει προβλέψει ότι το «κούρεμα» στα ενοίκια δεν φορολογείται, ωστόσο παραμένει σε ισχύ η ίδια διαδικασία για τα ενοίκια που ο μισθωτής δεν καταβάλει είτε γιατί δεν θέλει, είτε γιατί δεν μπορεί.
Για παράδειγμα, εάν ένας ιδιοκτήτης, που εκμισθώνει σε πληττόμενη επιχείρηση, δεν εισπράττει το υπόλοιπο 60% του μισθώματος (το 40% «κουρεύεται» και δεν φορολογείται) γιατί ο μισθωτής απλά δηλώνει αδυναμία, για να αποφύγει το φόρο σε αυτά τα ανείσπρακτα ενοίκια θα πρέπει να κινηθεί δικαστικά π.χ. με αγωγή ή διαταγή πληρωμής. Η πρόταση, που εξετάζεται από το υπουργείο Οικονομικών, είναι ειδικά για τα ανείσπρακτα ενοίκια της πανδημίας, να χρειάζεται απλά και μόνο ένα εξώδικο προς το μισθωτή.
Σε δίνη με τις μισθώσεις οι εταιρίες πετρελαιοειδών
Αντιθέτως, πολύ πιο σύνθετο μοιάζει το πρόβλημα με τις μισθώσεις των εταιριών πετρελαιοειδών, καθώς ο κλάδος του χονδρικού εμπορίου καυσίμων, όπου δραστηριοποιούνται και οι Εταιρείες Εμπορίας Πετρελαιοειδών, σε αντίθεση με τα πρατήρια λιανικής εμπορίας καυσίμων, συνεχίζει να εξαιρείται από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις της υποχρεωτικής μείωσης των επαγγελματικών μισθωμάτων. Όπως σημειώνουν πηγές του κλάδου, πρόκειται για μια εξαίρεση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και την λογική του νόμου και παράλληλα είναι κατάφορα άδικη και παράλογη, συνιστώντας άνιση μεταχείριση.
Ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί μέσω μιας αλυσίδας συμβάσεων μίσθωσης και υπομίσθωσης ή και παραχώρησης χρήσης: Αρχικά συνάπτονται συμβάσεις μεταξύ των ιδιοκτητών ακινήτων (εκμισθωτές) όπου στεγάζονται τα πρατήρια και των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (μισθωτές). Στη συνέχεια συνάπτονται συμβάσεις μεταξύ των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (υπεκμισθωτές) και των λιανεμπόρων/πρατηριούχων (υπομισθωτές). Ποιο είναι το πρόβλημα; Οι Εταιρίες Εμπορίας (μισθωτές) μισθώνουν οικόπεδα ή/και έτοιμα πρατήρια από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων (εκμισθωτές) στα οποία επενδύουν σημαντικά ποσά σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό και στη συνέχεια τα υπεκμισθώνουν (υπεκμισθωτές) στους πρατηριούχους (υπομισθωτές). Και ενώ στους πρατηριούχους έχει δοθεί το δικαίωμα να καταβάλλουν το 40% του μισθώματος προς τις Εταιρίες, στις Εταιρίες δεν έχει δοθεί το ίδιο δικαίωμα ως προς τους αρχικούς / πρώτους εκμισθωτές.
Η αδικία από την εξαίρεση των Εταιρειών Εμπορίας προκύπτει, καθώς ενώ οι ίδιες συνεχίζουν να καταβάλλουν στο ακέραιο το ποσό των μισθωμάτων στους εκμισθωτές τους (ιδιοκτήτες ακινήτων), είναι υποχρεωμένες να αποδεχθούν τη μείωση του καταβαλλόμενου σε αυτές μισθώματος από την πλευρά των πρατηριούχων (υπομισθωτές). Η ίδια στρέβλωση και άνιση μεταχείριση παρουσιάζεται και στις περιπτώσεις των ιδιολειτουργούμενων πρατηρίων καυσίμων, όπου οι εταιρίες υποχρεούνται να καταβάλλουν στο ακέραιο το ποσό των μισθωμάτων στους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Έτσι, ενώ η φιλοσοφία του μέτρου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξαίρεση δημιουργεί σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, με σοβαρές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της.
Η μείωση των πωλήσεων καυσίμων το 2020 ανήλθε σε 22%, ενώ τα στοιχεία από τις πωλήσεις των πρώτων μηνών της νέας χρονιάς είναι ακόμη χειρότερα. Ενδεικτικά τον Ιανουάριο του 2021 η πτώση των πωλήσεων στα «λευκά προϊόντα» άγγιξε το 26%. Αυτό που σημειώνουν αρμόδιες πηγές είναι ότι η πανδημία βρίσκει τον κλάδο σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, γεγονός που κάνει τις επιπτώσεις της ιδιαίτερα απειλητικές για τη βιωσιμότητα των μικρότερων εταιρειών, οδηγώντας την αγορά σε υψηλότερη συγκέντρωση.