Αντιδράσεις από τους προμηθευτές αλλά θετική ανταπόκριση από τους καταναλωτές προξενούν οι προτάσεις της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για τη διαφάνεια στους λογαριασμούς ρεύματος, την τυποποίηση των σχετικών εντύπων και την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων ανάλογα με το ρίσκο που ενσωματώνουν.
Οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι οι προτάσεις περιορίζουν τον ανταγωνισμό, δεν συμφωνούν με την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων υποστηρίζοντας πχ ότι αν στο μέλλον πέσουν οι τιμές, τα σταθερά τιμολόγια που θεωρούνται τώρα χαμηλού ρίσκου θα επιβαρύνουν τους καταναλωτές ενώ σε κάθε περίπτωση ζητούν αναβολή της εφαρμογής των όποιων μέτρων υιοθετηθούν.
Οι εκπρόσωποι των καταναλωτών συμφωνούν με τη φιλοσοφία των προτάσεων της Αρχής και ζητούν την επέκταση και την περαιτέρω ανάλυση του κόστους αλλά και του κινδύνου που αναλαμβάνουν.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τις τοποθετήσεις των φορέων στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης που πραγματοποίησε η ΡΑΕ για τη θέσπιση πρότυπων εντύπων αίτησης σύμβασης και λογαριασμών ρεύματος και την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων που διαθέτουν στην αγορά οι προμηθευτές ρεύματος, ανάλογα με το ρίσκο που εμπεριέχουν, σε τρεις κατηγορίες ως εξής:
-Τα σταθερά τιμολόγια θα προσδιορίζονται ως τιμολόγια μηδενικού κινδύνου.
-Τα κυμαινόμενα τιμολόγια με όριο προσαύξησης θα προσδιορίζονται ως τιμολόγια «οριοθετημένου κινδύνου» και
-Τα κυμαινόμενα τιμολόγια χωρίς όριο προσαύξησης θα προσδιορίζονται ως τιμολόγια «υψηλού κινδύνου».
Ειδικότερα, στις προτάσεις που διατυπώθηκαν περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
Η ΔΕΗ διαφωνεί με την θέσπιση ορίου στη διακύμανση των τιμολογίων και τον χαρακτηρισμό των κυμαινόμενων τιμολογίων χωρίς όριο προσαύξησης ως υψηλού ρίσκου. «Διαφωνούμε, αναφέρει, με την ύπαρξη προκαθορισμένης κατηγοριοποίησης των τιμολογίων χαμηλής τάσης που θα οριοθετεί και το ύψος της ρήτρας αναπροσαρμογής, διότι αυτό ενάγεται ξεκάθαρα στην εμπορική πολιτική του προμηθευτή, αφού θέτει ανώτατο όριο οικονομικού κόστους στον προμηθευτή αφού θέτει ανώτατο όριο οικονομικού κόστους στον προμηθευτή, και στην ουσία η αγορά οδηγείται, με αυτά τα μέτρα, έμμεσα, σε ρύθμιση τιμολογίων».
Εκτιμούμε, προσθέτει, ότι η διαφάνεια επιτυγχάνεται με τη σωστή και λεπτομερή επεξήγηση των τιμών και όχι με την προσθήκη πλαφόν τιμής και συγκεκριμένη ομογενοποίηση σε κατηγορίες με βάση το κριτήριο του κινδύνου τιμών που ενσωματώνουν. Κατά την εκτίμησή μας πρόκειται για ρυθμιστικά μέτρα που θέτουν δεσμευτικούς όρους για τη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής των προμηθευτών και ταυτόχρονα δεν δίνεται τελικώς η δυνατότητα στους καταναλωτές να αξιοποιήσουν πλήρως τις ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά ενέργειας σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Ως προς το πρότυπο αίτησης σύμβασης και έντυπο λογαριασμού η ΔΕΗ διατυπώνει ενστάσεις για το περιεχόμενο και τον τρόπο απεικόνισης του εκτιμώμενου συνολικού κόστους ενώ ζητά παράταση του χρόνου εφαρμογής τους (η ΡΑΕ προτείνει την εφαρμογή των αλλαγών από 1ης Ιανουαρίου).
Η Μυτιληναίος θέτει ως κυρίαρχο πρόβλημα την ισχυρή θέση της ΔΕΗ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ζητώντας μεταξύ άλλων την πραγματοποίηση έρευνας και τον περιορισμό του μεριδίου της στο 40 %.
Αναφέρει ότι «παρά την πληθώρα των εναλλακτικών παρόχων, η οριζόντια κινητικότητα των πελατών και η αλλαγή εκπροσώπησης παραμένει φτωχή» καθώς και ότι παρά την αυξημένη συμμετοχή των ανεξάρτητων ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ η οποία εκπροσωπεί το 77,8% του συνολικού αριθμού παροχών σε Χαμηλή και Μέση Τάση στο διασυνδεμένο σύστημα και άνω του 63% της συνολικής κατανάλωσης. Ζητά επίσης την παρέμβαση της ΡΑΕ «για την εφαρμογή των αρχών υγιούς ανταγωνισμού» υποστηρίζοντας ότι οι περισσότεροι προμηθευτές αδυνατούν να ανταγωνιστούν το σταθερό τιμολόγιο του Βασικού Παρόχου με αποτέλεσμα την «αυξανόμενη και εκ νέου επιστροφή/μετακίνηση καταναλωτών προς τη ΔΕΗ, έχοντας ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο κλείσιμο της αγοράς και την περαιτέρω εξασθένιση του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής».
«Η μη ισότιμη πρόσβαση στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα παραγωγής (όπου η ΔΕΗ διατηρεί την αποκλειστική και προνομιακή πρόσβαση στην υδροηλεκτρική παραγωγή), σε συνδυασμό με την υπερδεσπόζουσα θέση του ιστορικού παρόχου στην προμήθεια, δυσχεραίνει σημαντικά την ανάπτυξη μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και των τιμών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στον τελικό καταναλωτή», υποστηρίζει.
Ως προς τα θέματα της διαβούλευσης, η Μυτιληναίος διαφωνεί με την διαβάθμιση ρίσκου και την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων.
Η Ήρων Θερμοηλεκτρική συμφωνεί με την ύπαρξη κυμαινόμενων τιμολογίων με όριο διακύμανσης, διαφωνεί όμως με την κατηγοριοποίηση και τον χαρακτηρισμό των τιμολογίων ως προς τον κίνδυνο που ενσωματώνουν.
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) ζητά να διατηρήσουν οι προμηθευτές ενέργειας τη δυνατότητα προσδιορισμού της μορφής και της δομής των δύο εντύπων (αίτησης προσφοράς και λογαριασμών). Ζητά επίσης «να απαλειφθούν οι όροι «μηδενικού κινδύνου», «οριοθετημένου κινδύνου», κτλ. και να διατηρηθούν μόνο οι χαρακτηρισμοί «σταθερά», «κυμαινόμενα» κτλ. οι οποίοι προσδιορίζουν με πληρότητα τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, δίχως να επιφέρουν αξιολογική εκτίμηση της ελκυστικότητας τους για τους καταναλωτές».
Η ΕΒΙΚΕΝ (βιομηχανικοί καταναλωτές ενέργειας) ζητά να επεκταθούν τα κυμαινόμενα τιμολόγια με όριο προσαύξησης και στη βιομηχανία που ηλεκτροδοτείται από το δίκτυο μέσης τάσης. Σημειώνει ότι τα τιμολόγια σταθερής χρέωσης προσφέρονται σε πολύ υψηλές τιμές, ενώ το κυμαινόμενο τιμολόγιο αφήνει εκτεθειμένη την βιομηχανία στον κίνδυνο της εκτόξευσης των τιμών στην αγορά, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ θεωρεί ότι οι προτάσεις της ΡΑΕ είναι στη σωστή κατεύθυνση και προστατεύουν τους καταναλωτές από αυθαίρετες, αδιαφανείς και καταχρηστικές πρακτικές. Ζητά ωστόσο περαιτέρω μέτρα καθώς όπως αναφέρει ο καταναλωτής αδυνατεί να συγκρίνει τα τιμολόγια του ανταγωνισμού «με περαιτέρω συνέπεια τις παραπλανητικές πρακτικές από τους προμηθευτές, οι οποίοι πλέον διαφημίζουν τιμολόγια που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική χρέωση προμήθειας, αφού υπόκεινται σε αναπροσαρμογή».
Η Ένωση ζητά επίσης να αφαιρεθούν από τους λογαριασμούς ρεύματος οι χρεώσεις που δεν σχετίζονται με την κατανάλωση ενέργειας. Σύμφωνα με την ΕΚΠΟΙΖΩ, οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος περιλαμβάνουν 10 χρεώσεις (Χρεώσεις δήμων: Δημοτικά Τέλη/Δημοτικός φόρος/Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, ΕΡΤ, ΕΦΚ - (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης) (Ν.3336/05), Ειδικό Τέλος 5‰ (Ν.2093/92) υπέρ των τελωνειακών υπαλλήλων, Λοιπές χρεώσεις, ΥΚΩ - Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας και ΕΤΜΕΑΡ -Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων), από τις οποίες οι 7 είναι άσχετες με την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και μόνο 3 αφορούν σε αυτήν (κατανάλωση ενέργειας, ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ),
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία ο λογαριασμός ενός μέσου νοικοκυριού αυξάνεται κατά 30-35% με τις εν λόγω χρεώσεις (υπέρ τρίτων, ΕΤΜΕΑΡ και ΥΚΩ), ενώ το κόστος προμήθειας, μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνει ο κάθε καταναλωτής καλύπτει περίπου το 65% του συνολικού λογαριασμού του.