Ούτε η δύσκολη περίοδος της πανδημίας στάθηκε ικανή να ανακόψει την κούρσα της κτηματαγοράς, που αφήνει οριστικά πίσω της τη «μαύρη» περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με την παγκόσμια μελέτη «2022 EMEA Real Estate Report», της Berkshire Hathaway HomeServices, στην ελληνική αγορά αποτυπώθηκε μια δυναμική με αυξητικές τάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, με υψηλά ποσοστά ζήτησης και ανταγωνιστικότητας με το 80% των επαγγελματιών να συζητάνε για μια άκρως ανταγωνιστική αγορά και με το 67% να δηλώνει ότι κατευθύνεται κυρίως από την ζήτηση των ακινήτων. Επιπλέον, τρεις στους πέντε (63%) προβλέπουν πως η αγορά θα σημειώσει περαιτέρω άνθηση το επόμενο έτος και τα 4/5 (89%) να εκτιμούν πως θα γίνει περισσότερο ανταγωνιστική.
Αυξημένη ζήτηση στα αστικά κέντρα
Η ζήτηση παρατηρήθηκε κυρίως στα αστικά κέντρα, με το 63% των επαγγελματιών να το επιβεβαιώνουν, δηλώνοντας ότι τα διαμερίσματα βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων σε αντίθεση με τις μονοκατοικίες. Επιπροσθέτως σημειώθηκε (σε ποσοστό 51%) στην Ελλάδα, η μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση για κατοικίες με εύκολη πρόσβαση στις δημόσιες συγκοινωνίες.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αγορές ακινήτων που μελετήθηκαν (Ην. Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ντουμπάι), η αύξηση αυτή στη ζήτηση δεν επεκτάθηκε στις προαστιακές περιοχές και στις περιοχές εκτός αστικού ιστού. Στην Ελλάδα η ζήτηση για κατοικίες στην ύπαιθρο δεν ακολούθησε την αυξημένη ζήτηση στις αστικές περιοχές με μόνο το 24% των επαγγελματιών να αναφέρουν αύξηση στη ζήτηση για κατοικίες στην ύπαιθρο και με το 29% (το υψηλότερο ποσοστό της παρούσας έρευνας) να δηλώνει πως παρατηρήθηκε μείωση στη ζήτηση.
Ισχυρή η παρουσία των ξένων
Μέσα από την έρευνα αποτυπώθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των επενδύσεων στην ελληνική αγορά έρχεται από το εξωτερικό (31% από διεθνείς επενδυτές εντός EMEA και 24% από επενδυτές εκτός EMEA), αν και το φορολογικό και κανονιστικό πλαίσιο της χώρας επηρεάζει σημαντικά την εικόνα της αγοράς.
Είναι επίσης σαφές ότι οι επαγγελματίες αναμένουν ότι η αγορά θα διατηρήσει αυτή την ανάπτυξη της δραστηριότητας, με περισσότερους από τρεις στους πέντε (63%) να προβλέπουν ότι θα γίνει ακόμη πιο δυναμική το επόμενο έτος και τo 80% των επαγγελματιών του χώρου να προβλέπουν αυξημένο ανταγωνισμό, με σαφείς αισιόδοξες προοπτικές. Επίσης, οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η διαθεσιμότητα γης θα είναι δύο βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν σημαντικά την αγορά ακινήτων τα επόμενα 3-5 χρόνια, όπως και η πρόσβαση στα μέσα μεταφοράς η οποία αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια για τους αγοραστές.
Η ισχυρή παρουσία των ξένων επενδυτών στην ελληνική κτηματαγορά αναδεικνύεται και στη μελέτη της Eurobank για το μίγμα των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα μας την περασμένη χρονιά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το μέγεθος τους ανήλθε στα 4,8 δισεκ. Ευρώ σε τρέχουσες τιμές, ποσό που αντιστοιχεί στο 2,7% του ονομαστικού ΑΕΠ. Οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας με τα υψηλότερα μερίδια επί του συνόλου των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα το 2021, ήταν η διαχείριση ακίνητης περιουσίας με 1,233,1 δισεκατ. Ευρώ και οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων με 709,9 εκατ. Ευρώ.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εικόνα δεν αφορά μόνο στο 2021, αλλά χαρακτηρίζει τα στοιχεία των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα τα τελευταία 4 χρόνια. Συγκεκριμένα, την 4ετία 2018-2021, οι ξένες άμεσες επενδύσεις σε δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο τετραπλασιάστηκαν σε σύγκριση με την τετραετία 2014-2017 (από τα 410 εκατ. Ευρώ στα 1,733 δισεκ. Ευρώ ή από το 20% επί του συνόλου των ξένων άμεσων επενδύσεων στο 44%.
Η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων σε δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, αποτελεί έναν από τους ερμηνευτικούς παράγοντες της ανόδου των τιμών των ακινήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων στην Ελλάδα παρέμεινε σε ανοδική τροχιά για τέταρτο έτος στη σειρά το 2021. Αναλυτικά, ενισχύθηκε κατά 7,1% από 4,5% το 2020, ενώ από τα χαμηλά του 2017 μέχρι το 2021, η συνολική αύξηση του δείκτη τιμών διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο 22,2%.