Ο ΤΑΖ (θα γέλαγε η Μ. με την ψωνάρα μου αν μάθαινε πως αυτοαποκαλούμαι) φοράει πολύχρωμα, στρας και φτηνή μάσκαρα, σε περίπτωση που δακρύσει να μουντζουλιαστεί. Μόνο έτσι θα τον άφηνε Εκείνη να κλάψει.
Πάντα εδώ φίλη. Πάντα μέσα μας, σαν αποσκευή γεμάτη τράπουλες, τσαλακωμένα ασημόχαρτα από τσιγάρα και ντέφια. Δεν σε ξεχνάμε φίλη. Μας το απαγόρεψες από την πρώτη φορά που έσκασες σινεμασκόπ χαμόγελο σε κάτι που είπαμε και νομίζαμε ότι ήταν βλακεία, αποδομώντας οριστικά το τι από εκείνη τη μέρα θα θεωρούσαμε έξυπνο και πολύτιμο. Σαν σήμερα. Ένα πρωινό ξύπνημα βίαιης ενηλικίωσης τουλάχιστον για μένα. Και μια ζωή δρόμος από τότε, που πασχίζω να αποδείξω ότι μου άξιζε που την αγάπησες. Σ' αγαπώ με γρυλισμούς, όπως ένα ζώο σε παγίδα ακόμα κι όταν το ελευθερώνουν από αυτή.
Η ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΕΙΤΟΝΑ (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Downtown)
Ω ναι, έχω πιει. Όχι τόσο όσο χρειάζεται για να μη θυμάμαι. Τόσο όσο χρειάζεται για να θυμάμαι τα πράγματα, όπως νομίζω ότι έγιναν. Το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσες να κάνεις γράφοντας για τη Μ. είναι να τα θυμάσαι όπως σίγουρα έγιναν. Γιατί πολύ απλά δεν έγιναν έτσι, πώς να στο πω, είναι σαν να μου ζητάς να σου πιστοποιήσω την ιστορική βάση της Αριάδνης και του μίτου της. Όποιος αγαπάει τη Μ., ξέρει κάτι πολύ απλό, ότι αυτό που νομίζει ότι έγινε δεν έγινε. Σαν το φινάλε από τις «Βάκχες»: «Το Θεϊκό παίρνει πολλές μορφές και πολλές απροσδόκητες αποφάσεις έχουν οι Θεοί. Κι ότι νομίζαμε ότι έγινε, δε συνέβη ποτέ. Κι ότι δεν περιμέναμε να συμβεί, οι Θεοί το έκαναν να συμβεί».
Ναι, έχω πιει πάλι και η Μ. πάντα προσπαθούσε να μου το κόψει χτυπώντας με στο μοναδικό σημείο που ήξερε ότι μπορεί να πιάσει τόπο μέσα μου. Στο ναρκισσισμό μου. Ούτε για το συκώτι μου έλεγε ούτε τίποτα. Για τη μπάκα που θα κάνω μου μιλούσε, γιατί «πως μπορείς να είσαι φορέας της ομορφιάς όταν κάνεις ότι περνάει από το χέρι σου για να ασχημύνεις;» Θα μπορούσα να σου πω ότι ήπια για να μην πονάω. Βλακείες. Δεν πονάω πια, ειλικρινά φίλε. Πέρασαν τα χρόνια και τη θυμάμαι, αυτό μου αρκεί για να μην πονάω. Αισθάνομαι, ότι υπήρξα λίγο τίμιος απέναντι της, κι έτσι δεν πονάω στο ορκίζομαι. Για να δεις πόσο δεν πονάω, ούτε που θυμόμουνα ότι όλα γίνανε 7 Ιουνίου, σαν τώρα δηλαδή. Από το γραφείο μου το είπανε, μπας και γράψω κάτι. 9 χρόνια μετά, ναι, νομίζω ότι μπορώ να γράψω κάτι, όχι επειδή πονάω, αλλά επειδή θέλω να πονέσω που ξέχασα την ημερομηνία. Κοιμόμουνα στο σπίτι της μητέρας μου, ήταν 8, 9 το πρωί όταν η κυρά Σοφία μπήκε στο δωμάτιο μου. Με χάιδεψε απαλά στο κούτελο, μου είπε «μωρό μου» (δεδομένου του ότι είχαμε πλακωθεί το προηγούμενο βράδυ, ήταν πολύ ύποπτο το «μωρό μου»).
- Μωρό μου να σου φτιάξω καφέ;
- Τι συμβαίνει μάνα;
- Τίποτα αγόρι μου, πιες λίγο καφέ.
- Μαμά, έφυγε έτσι;
- Σήκω πρώτα να πιεις λίγο καφέ.
- Έφυγε, έτσι δεν είναι;
Στο κινητό μου ένα μήνυμα από γλυκό φίλο που στεκόταν δίπλα της, σταλμένο λίγες ώρες πριν. «Της κρατούσα το χέρι και μου γελούσε». Παρατατικός. Και από τότε ενεστώτας. Σαν αποσκευή. Σαν υπόσχεση. Σαν «εβραϊκή προσευχή για το γενναίο του έρωτα».
Αυτός ήταν ο τίτλος της, σε ένα άρθρο της «Σαββατογεννημένης», στο Symbol. Είχα μόλις γυρίσει από το Τελ Αβίβ. Πιτσιρικάς και ερωτευμένος. Γελοίοι που είμαστε οι άνθρωποι, τόσο ερωτευμένος που ούτε θυμάμαι πια το όνομά του. Μπαινοέβγαινα στην ΙΜΑΚΟ στη Φραγκοκλησιάς, φορώντας το καπελάκι των Εβραίων σίγουρος ότι θα πάω να μείνω για πάντα εκεί, σαν ακόμα ένας μπερδεμένος ελέφαντας. Η βαλίτσα μου στην επιστροφή, μισοάδεια. Με ρωτάει η μάνα:
- Που είναι τα ρούχα σου αγόρι μου;
-Κάτω μάνα. Λέω να κατέβω την άλλη εβδομάδα να τα πάρω.
- Που κάτω παιδί μου; Στην Καλλιθέα; Στα Πετράλωνα; Που κάτω;
- Στο Τελ Αβίβ ρε μάνα, χαζή είσαι; Από κει δεν ήρθα;
Σέκος η μάνα και τι να πει. Οι μέρες κυλάνε και δεν έχω λεφτά. Με παίρνει τηλέφωνο η Μ. χωρίς να της έχω πει τίποτα για τον έρωτα μου. Με το που την ακούω, πλαντάζω στο κλάμα αλλά δε λέω τίποτα. Σαν να τα ήξερε όλα.
- Πόσο;
- Τι πόσο;
-Πόσο κοστίζει παιδάκι μου το εισιτήριο να τελειώνουμε, να κατέβεις κάτω να πας να τον βρεις;
Τρεις μέρες μετά πετούσα για Τελ Αβίβ κουβαλώντας ένα μπουκάλι κρασί που μου είχε δώσει για να το πιούμε μαζί. Έξι μέρες μετά αυτός με είχε πετάξει άφραγκο έξω από το σπίτι του και έμενα σε ισραηλινό ξενώνα περιμένοντας να βρω δουλειά στα κιμπούτς αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μία από τις πολλές, που μόνο στη Μ. θα μπορούσα να πω γελώντας. Για να μου πει και κείνη τη δική της, και αργά μετά τα μεσάνυχτα, να τηλεφωνήσει στη μητέρα μου, που δεν την είδε ποτέ από κοντά, να της μιλήσει. Να της πει τα δικά της, να της πει πόσο ανησυχεί για τα δικά μου: «Μα κυρία Σοφία μου, ο γιος σου, μια χαρά παιδί, τι του ήρθε να ερωτευθεί την ταβερνιάρισσα τον Μπάμπη»; Σέκος η κυρά Σοφία 4 το πρωί αξημέρωτα, αλλά την άκουγε και λέγανε και άλλα πολλά που δεν θα τα μάθω ποτέ μου.
Μικρά μονόπρακτα, σαν μπαμπούσκες το ένα χωμένο μέσα στο άλλο. Κανένα θέατρο. Περπατούσαμε μαζί στην Ερμού, εγώ, η Μ. και η γλυκιά Άντα, η πιστή της φίλη που τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Μπαίναμε στα μαγαζιά και τις ταβέρνες, γελούσαμε με την ξιπασιά των σοβαρών που μας κερνούσαν Μoet μαζί με τη χωριάτικη σαλάτα. «Δεν υπάρχει λόγος να πας στο θέατρο» έλεγε στην Άντα. «Πεταμένα λεφτά. Δε θα δεις πιο ωραίο θέατρο από αυτό». Η ζωή σαν σινεμά και τίποτα άλλο. Κάπως έτσι μου έδωσε το χέρι της όταν πρωτογνωριστήκαμε. Όταν χωρίς να θυμάμαι καν το λόγο, της είπα, «εγώ εμένα, όταν με φιλάει κάποιος όμορφος, πώς να στο πω κυρία Μαλβίνα μου, θέλω να είναι και το φόντο όμορφο. Γιατί εγώ εμένα, όταν με φιλάει ο αυτός, είναι σαν να είμαι εκεί που με φιλάει αλλά να είμαι και απέναντι, και να μας τραβάω με την κάμερα σαν σινεμά και πάνω από όλα, άμα δεν είναι ωραίο το πλάνο πάει η ομορφιά όλη στράφι με καταλάβατε;» Και με κατάλαβε. Όσο μπορεί να μην ήθελα ή να μην μπορούσα να αντέξω.
«Σήμερα ήρθε σπίτι μου ο Τ.» έγραψε μια δυο φορές στη «Σαββατογεννημένη», κι όσο κι αν ένιωθα περήφανος που ήμουνα εγώ ο Τ. και όσα περιέγραφε αφορούσαν αυτά που της είπα και εκείνα που κάναμε, θύμωσα. Ήθελα να κάνω το κομμάτι μου και της ζήτησα να μην το επαναλάβει. «Σήμερα ήρθε σπίτι μου το μικρό κοριτσάκι του γείτονα» έγραψε την επόμενη εβδομάδα. Εγώ ήμουνα το μικρό κοριτσάκι του γείτονα κι έλεγε πάλι όσα της είχα πει κι όσα είχαμε κάνει. Σκάσαμε στα γέλια, και από εκείνη τη μέρα, μπορεί να μην είχα την ευκαιρία να της το πω, μπορεί να μη το κατάλαβα αμέσως, αλλά σιγά σιγά σταμάτησα τις «πρόβες ζωής» και άρχισα να κοιτάζω με τρόμο τις φτέρνες μου («μακριά από τις γερασμένες φτέρνες» μου έλεγε πάντα). Λίγα σκασίματα στο πέλμα, (με φροντίδα και κρέμα, σαν καινούργια θα γίνουν σκέφτηκα) και δρόμος πολύς ακόμα, χωρίς να περιμένω για να τον ξεκινήσω, το πότε θα « ακμάσουν τα βρύα και γίνουν σαν τους κέδρους του Λιβάνου». Ε φίλη μου;
*Ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στo www.twitter.com/klarinabourana . Kάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του facebook www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης.