Τα αποτελέσματα παγκόσμιας έρευνας που πραγματοποίησε η Διεθνής Αμνηστία και διεξήχθη σε 21 χώρες από όλες τις ηπείρους δείχνει πως ο φόβος των βασανιστηρίων υπάρχει σε όλες τις χώρες, ακόμα και στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι πως το 57% των ερωτηθέντων δεν αισθάνεται ασφάλεια από τα βασανιστήρια σε περίπτωση κράτησής τους από την Αστυνομία.
Συνολικά, το 48 % των ερωτηθέντων συμφωνούν ότι είναι σίγουροι ότι θα ήταν ασφαλείς από τα βασανιστήρια, σε περίπτωση που συλληφθούν στη χώρα τους. Το 44 % διαφωνούν ότι θα αισθάνονται ασφαλείς από τα βασανιστήρια. Το υπόλοιπο 8% δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση.
Η συντριπτική πλειοψηφία (82%) θεωρεί ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο ενάντια στα βασανιστήρια. Η υποστήριξη αυτή είναι ισχυρή σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα (80% δήλωσε ότι συμφωνεί απόλυτα).
Ωστόσο, πάνω από το ένα τρίτο (36%) θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα βασανιστήρια μπορούν να δικαιολογηθούν. Στην Ελλάδα το 87% διαφωνεί ότι τα βασανιστήρια μπορεί να δικαιολογηθούν.
Ο φόβος των βασανιστηρίων είναι υψηλότερος στη Λατινική Αμερική. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τον Καναδά αισθάνονται ασφαλείς από τα βασανιστήρια, με πάνω από τρία τέταρτα βέβαια ότι θα είναι ασφαλής από τα βασανιστήρια, σε περίπτωση σύλληψης στη χώρα.
Η Διεθνής Αμνηστία κάνει αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα
Στο Μεξικό, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα βασανιστήρια αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, στην πραγματικότητα όμως η κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία και τις δυνάμεις ασφαλείας είναι ευρύτατη και παραμένει ατιμώρητη. Η Μίριαμ Λόπες Βάργκας, μια γυναίκα 31 ετών και μητέρα τεσσάρων παιδιών απήχθη στην πόλη Ενσανάντα στην οποία ζούσε, από δύο στρατιώτες ενδεδυμένους με πολιτικά και μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο. Κρατήθηκε εκεί για περίπου μια εβδομάδα, στην διάρκεια της οποίας κακοποιήθηκε σεξουαλικά, υποβλήθηκε σε διάφορες τεχνικές στέρησης οξυγόνου όπως και ηλεκτροπληξίας, με στόχο να αναγκαστεί να ομολογήσει ότι είχε εμπλακεί σε αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Τρία χρόνια μετά, κανείς από τους δράστες αυτού του περιστατικού δεν έχει τιμωρηθεί.
Στην Νιγηρία, τα βασανιστήρια είναι πλέον ρουτίνα για τους εργαζόμενους στην αστυνομία και τον στρατό. Όταν ο Μόζες Ακατούγκμπα τέθηκε υπό κράτηση από τον στρατό ήταν μόλις 16 ετών. Όπως ανέφερε, τον κακοποίησαν και τον πυροβόλησαν στο χέρι. Στην συνέχεια, σύμφωνα με τον Μόζες, μεταφέρθηκε στην αστυνομία όπου παρέμεινε κρεμασμένος για ώρες από τα άκρα του. Ο ίδιος λέει ότι βασανίστηκε για να υπογράψει την «ομολογία» ότι είχε εμπλακεί σε μια ληστεία. Ο ισχυρισμός του ότι η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα των βασανιστηρίων, δεν ερευνήθηκε ποτέ σε βάθος. Τον Νοέμβριο του 2013, μετά από 8 χρόνια αναμονής για μια ετυμηγορία, ο Μόζες καταδικάστηκε σε θάνατο.