Η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων, για πρώτη φορά από τις αρχές του 2010, είναι αποτέλεσμα συνδυασμού μακροοικονομικών στοιχείων που είχαμε επισημάνει από τα μέσα του 2012, επισημαίνει η Goldman Sachs.
Ειδικότερα, οι τρεις λόγοι που οδηγούν την επιτυχημένη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές σύμφωνα με τον αμερικανικό επενδυτικό οίκο είναι:
1. H Ελλάδα εξέρχεται σταδιακά από τη βαθιά ύφεση που έχει μειώσει κατά 25% σχεδόν το ονομαστικό ΑΕΠ από τα τέλη του 2009 έως τα τέλη του 2013. Κατά την έναρξη της κρίσης , η οικονομία εμφάνιζε μεγάλες ανισορροπίες, όπως ένα πολύ υψηλό πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού κοντά στο 10% του ΑΕΠ, έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που ανέρχονται σε σχεδόν 14% του ΑΕΠ, μη - ανταγωνιστικά επίπεδα μοναδιαίου κόστους εργασίας και σημαντικές τριβές στη λειτουργία των αγορών εργασίας και προϊόντων.
Το πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής για την Ελλάδα, πέρα από το υψηλό κόστος σε όρους οικονομικής δραστηριότητας, βοήθησε στην αντιμετώπιση ορισμένων από τις ανισορροπίες αυτές, τουλάχιστον εν μέρει. Η χώρα «τρέχει» τώρα ένα πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο κινείται επί του παρόντος πάνω από 1,5 % του ΑΕΠ και το οποίο σε διαρθρωτική βάση ξεπερνά το 4%.
Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει εξαλειφθεί, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από ότι πριν από την υιοθέτηση του ευρώ και σε σχέση με το μέσο όρο της οικονομικής ένωσης και έχουν υπάρξει στοιχεία μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία αρχίζουν να αντιστρέφονται και οι επενδυτές αναμένοντας πλέον ήπιους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μειώνουν το premium που ζητούν για να δανείσουν τη χώρα.
2. Μετά από τις σημαντικές απώλειες για επενδυτές ομολόγων και σε κυβερνήσεις, το ελληνικό χρέος έχει αναδιαρθρωθεί σημαντικά. Παρά την απότομη αύξηση του δείκτη του χρέους προς το ΑΕΠ (υψηλότερα του 175% του ΑΕΠ), οι πληρωμές τόκων για το ελληνικό χρέος έχουν μειωθεί με το μέσο κόστος δανεισμού να παραμένει κάτω από τα επίπεδα εξυπηρέτησης του χρέους πριν από την κρίση (περίπου 4%-4,5 % του ΑΕΠ) και το μεγαλύτερο μέρος αυτού είναι μετάθεση των cash πληρωμών, που ως εκ τούτου δεν απαιτούν χρηματοδότηση από την αγορά.
Μέχρι το 2016, πάνω από το 80% του ελληνικού χρέους θα είναι στα χέρια του επίσημου τομέα και η συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και της Ε.Ε. είναι ότι η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μπορεί να γίνει ενδεχομένως με τη μορφή παράτασης των λήξεων και μείωσης των τόκων των δανείων. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων της κυβέρνησης για τα ελληνικά ομόλογα σε ξένο δίκαιο είναι χαμηλή και φθίνουσα.
3. Τέλος, το τρίτο σημείο που εστιάζει η Godman Sachs, όπως αναφέρει η Ημερησία, είναι το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της, δείχνοντας την προθυμία να αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αν και μη-δημοφιλείς, έχουν βοηθήσει τις προοπτικές ανάκαμψης της χώρας. Επίσης, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. έχουν επιδείξει ομοιόμορφη στήριξη προς αυτή την προσπάθεια, με τις σχέσεις μεταξύ των σχέσεων μεταξύ της χώρας και του πυρήνα της Ευρωζώνης να έχουν εξομαλυνθεί. Έτσι, αν και αυτά επίπεδα του χρέους στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι υψηλά , η πιθανότητα μιας άτακτης επίλυσης του προβλήματος έχει μειωθεί.