Προβληματισμένοι απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απογοητευμένοι από την πολιτική και απαισιόδοξοι ως προς το εργασιακό τους μέλλον, εμφανίζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα της VPRC, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Ελληνογερμανικής Αγωγής και παρουσιάστηκε σε εκδήλωση στην Παλαιά Βουλή. Παράλληλα, αισιοδοξούν ότι η ποιότητα της ζωής τους θα είναι καλύτερη σε πέντε χρόνια.«Πρέπει να δώσουμε ελπίδα στους νέους», τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας "Η Ευρώπη των νέων".
Ο κ. Σουλτς αναφέρθηκε στην «επιτακτική ανάγκη ενότητας και αλληλεγγύης στην Ευρώπη», σημειώνοντας ότι «είναι μια μεγάλη πρόκληση για τις κυβερνήσεις».
Για την άνοδο των φασιστών, ο κ. Σουλτς είπε ότι «η απάντηση στο φαινόμενο της ακροδεξιάς πρέπει να είναι περισσότερη κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη», υπογραμμίζοντας ότι «ο ακραίος εθνικισμός φέρνει μόνο δυστυχία». Σχολιάζοντας δε τα τελευταία αιματηρά γεγονότα σημείωσε ότι η δολοφονία πολιτικών αντιπάλων είναι τραγικό γεγονός και εξέφρασε την ελπίδα να μην επαναληφθούν τέτοια περιστατικά στην Ελλάδα.
Σε ερώτηση μαθητή για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ο κ. Σουλτς απάντησε ότι η «Ελλάδα έχει πολλές πιθανότητες κάποια στιγμή να τα καταφέρει».
Πραγματιστές βρήκε τους νέους στην παρέμβασή της η επίτροπος Αλιείας της ΕΕ Μαρία Δαμανάκη, επισημαίνοντας ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για τη νεανική ανεργία από την ΕΕ δεν απαντούν στη δομική φύση του προβλήματος. Τόνισε ακόμη ότι οι παλαιότερες γενιές δεν μπορούν να αντιληφθούν πλήρως τα προβλήματα των νεότερων.
Η έρευνα της VPRC για λογαριασμό της Ελληνογερμανικής Αγωγής έγινε σε δύο επίπεδα:
Τα δείγμα που επιλέχθηκε ήταν κυρίως μαθητές των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου και του Λυκείου (700 άτομα) των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν:
Εντυπωσιακή αύξηση των δυσαρεστημένων καταγράφεται επίσης στο ερώτημα «πιστεύεις ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα ασχολούνται με τα προβλήματα της νεολαίας;». Το 77,8% όσων συμμετείχαν στην έρευνα απαντάει «λιγότερο από όσο πρέπει» (πέρυσι ήταν 54,1% το αντίστοιχο ποσοστό).