Τα ματωμένα σκαλιά της βίλας Βερσάτσε όπου ο κορυφαίος μόδιστρος έχασε τη ζωή του το 1997, έκαναν τον γύρο του κόσμου. Μέσα σε αυτό το σπίτι μπήκε η δημοσιογράφος Μαριλένα Αστραπέλλου και περιγράφει μοναδικά την αισθητική του κτιρίου αλλά και το νέο του «ρόλο» ως ξενοδοχείο για λίγους.
Η Μαριλένα Αστραπέλλου έγραψε την εμπειρία της στο Βημαgazino, με μοναδικό τρόπο. Θυμίζουμε ότι ο Τζιάνι Βερσάτσε δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 1997 έξω από το σπίτι του στο Μαϊάμι από κατά συρροήν δολοφόνο. Σήμερα ο χώρος λειτουργεί ως ξενοδοχείο για μεγιστάνες, ενώ διατίθεται προς πώληση για όποιον είναι πρόθυμος να επενδύσει τουλάχιστον 125 εκατομμύρια δολάρια. Η περιγραφή της έχει ως εξής:
«Το ηλικιωμένο ζευγάρι φοράει βερμούδες και καπέλα για να αντιμετωπίσει την ελαφριά κουφόβραση του Μαϊάμι Μπιτς. Δίνουν τη φωτογραφική μηχανή τους σε έναν περαστικό: «Μπορείτε, παρακαλώ, να μας βγάλετε μια φωτογραφία;». Πολύ συνηθισμένη εικόνα, αν εξαιρέσει κανείς ότι ποζάρουν όλο καμάρι μπροστά από τα σκαλιά όπου δολοφονήθηκε ο σχεδιαστής μόδας Τζιάνι Βερσάτσε. Εχουν περάσει 16 ολόκληρα χρόνια απ' όταν, μια ημέρα περίπου όπως αυτή, ηλιόλουστη και με ξάστερο ουρανό, ο διάσημος ιταλός μόδιστρος έπεφτε αιμόφυρτος σε αυτό ακριβώς το σημείο, χτυπημένος από τις σφαίρες του κατά συρροήν δολοφόνου Αντριου Κιουνάναν. Η αλήθεια είναι ότι οι συμπαθείς γέροντες δεν επιθυμούν να είναι ασεβείς. Απλώς θέλουν να δείξουν στους φίλους τους σε κάποια μακρινή αμερικανική επαρχία ότι επισκέφθηκαν αυτό το εντυπωσιακό κτίριο, περίπου όπως θα έκαναν αν βρίσκονταν στη Μόσχα και πήγαιναν στο μαυσωλείο του Λένιν. Περίπου.
Το κτίριο δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα, αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως boutique ξενοδοχείο, με την επωνυμία The Villa by Barton G.Από το 2009 ανοίγει, λοιπόν, τις σιδερένιες πύλες του μόνο σε όσους πληρώνουν τουλάχιστον 1.900 δολάρια τη βραδιά, όσο κοστολογείται δηλαδή η πιο φθηνή σουίτα του σε περίοδο χαμηλής ζήτησης. Ή σε όσους σκοπεύουν να γευματίσουν ή να δειπνήσουν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, Dining Room, δίπλα στην περίφημη πισίνα, Thousand Mosaic Pool, η οποία είχε κατασκευαστεί επί εποχής Βερσάτσε. Στη μακρόστενη, δηλαδή, δεξαμενή με τα πολύχρωμα μωσαϊκά όπου ό,τι λάμπει είναι όντως χρυσός, και μάλιστα 24 καρατίων. Στο ψεύτικο και φτηνό κιτς που κατακλύζει τους δρόμους του Μαϊάμι Μπιτς, ιδιαίτερα έκδηλο στα στήθη, στους κοιλιακούς και στη λευκότητα της οδοντοστοιχίας των επισκεπτών της περιοχής, ο λάτρης του νεοκλασικισμού είχε επιλέξει να αντιπαραβάλει το μεγαλοπρεπές, το ακριβό. Το grandioso κιτς, με πρώτη ύλη του το μάρμαρο, τον χρυσό, τα έντονα χρώματα, τα ζεβρέ μοτίβα και, βεβαίως, τα κεφάλια Μέδουσας, σήμα κατατεθέν του οίκου Versace.
Περικοκλάδες και μεταξωτές κορδέλες
Η Casa Casuarina, όπως είναι ευρέως γνωστή η έπαυλη, αγοράστηκε το 2000 από τον μεγιστάνα των τηλεπικοινωνιών, Πίτερ Λόφτιν. Ο πληθωρικός κύριος Λόφτιν λειτουργούσε τη βίλα ως ιδιωτικό κλαμπ μέχρι που το 2009 ο Μπάρτον Τζ. Βάις, επιχειρηματίας γνωστός στον χώρο της ακριβής εστίασης στο Μαϊάμι, ανέλαβε να τη μετατρέψει σε ξενοδοχείο. Φρόντισε, λοιπόν, να θυμίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν ο Βερσάτσε και οι πλούσιοι φίλοι του. Λέγεται ότι η Μαντόνα είχε το δικό της δωμάτιο (ή, πιο σωστά, τα προσωπικά της «διαμερίσματα»), το ένα από τα δέκα του κτιρίου, όπως ακριβώς είχαν τα δικά τους ο αδελφός του, Σάντρο, και η Ντονατέλα.
Τα δικά της διαμερίσματα, τα οποία ενοικιάζονται ως «Venus suite» και άνοιξαν για εμάς στο πλαίσιο ειδικής ξενάγησης, έχουν την καλύτερη θέα επάνω στον πολυσύχναστο δρόμο Ocean Drive με τα υπέροχα κτίρια αρ ντεκό, τους φοίνικες της παραλιακής ζώνης του South Beach και το γαλάζιο του Ατλαντικού Ωκεανού. Υποτίθεται ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε στη διακόσμησή του απ' όταν ζούσε σε αυτό η ολίγον «στρίγκλα» Ντονατέλα – σύμφωνα με μαρτυρίες του προσωπικού της έπαυλης. Τα έπιπλα είναι πανομοιότυπα με αυτά που είχε αγοράσει η οικογένεια, όπως επίσης και το ατελείωτο κρεβάτι, πλάτους 2,70 μ.! Ξαπλωμένη σε αυτό, μπορούσε να ατενίζει στο χαμηλό ταβάνι μια ζωγραφισμένη πέργκολα με τις περικοκλάδες της. Αν κρίνει κανείς από την παρουσία τους σε τοίχους, πόρτες, ταβάνια, ντουβέ, και ταπετσαρίες επίπλων, οι περικοκλάδες είχαν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά και στην αισθητική της οικογένειας.
Το σπίτι είχε τη δική του ιστορία
Ο Τζιάνι Βερσάτσε είχε αγοράσει το κτίριο το 1992. Το ακίνητο είχε χτιστεί το 1930 από τον κληρονόμο της Standard Oil, τον αρχιτέκτονα Αλντεν Φρίμαν, με τον οποίο, αν είχαν ζήσει την ίδια εποχή, σίγουρα θα έκαναν καλή παρέα. Ηταν λάτρης του Χριστόφορου Κολόμβου, οπότε λέγεται ότι εμπνεύστηκε την αρχιτεκτονική του κτιρίου από το παλάτι Αλκαζάρ ντε Κολόν που είχε ανεγείρει ο υιός Κολόμβος στον Αγιο Δομήνικο γύρω στα 1510. Αγαπούσε και εκείνος την τέχνη, με τον δικό του τρόπο. Δείγματά της διασώζονται στον αίθριο χώρο, όπου γύρω από ένα σιντριβάνι βρίσκονται τέσσερις προτομές, μία για κάθε ήπειρο. Απεικονίζουν τον Κολόμβο για την Ευρώπη, τον Κομφούκιο για την Ασία, τον Φρέντερικ Ντάγκλας για την Αφρική και την Ποκαχόντας για την Αμερική. Ο Βερσάτσε τα κράτησε όλα στη θέση τους, μολονότι είχε ξοδέψει 32 εκατομμύρια δολάρια για την ανακαίνιση του κτιρίου, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η κατεδάφιση ενός διπλανού αρ ντεκό ξενοδοχείου, προκειμένου να χτίσει τον κήπο και τη «χρυσή» πισίνα. Ηταν άλλες εποχές. Η φούσκα της ευημερίας στο μεταξύ έσκασε και η κρίση έχει χτυπήσει απ' ό,τι φαίνεται και το Μαϊάμι. Τον περασμένο Ιούνιο ανακοινώθηκε ότι η Casa πωλείται για 125 εκατομμύρια δολάρια. Ωσπου να βρεθεί αγοραστής, καθένας από τους δέκα βρετανούς μπάτλερ που προορίζονται για τις δέκα σουίτες του ξενοδοχείου θα αναλαμβάνει να οδηγεί τους «κυρίους» του στα ενδότερα του κτιρίου. Και το πλήθος των τουριστών θα συνωστίζεται στα σκαλιά για μία φωτογραφία...»