Δυόμισι εκατομμύρια κρυφά αρχεία που αφορούν 48 χώρες: η τεράστια δημοσιογραφική έρευνα που έφερε στο φως μια σειρά οικονομικών σκανδάλων που συνδέονται με φορολογικούς παραδείσους αναμένεται να προκαλέσει αναταράξεις σε όλο τον κόσμο.
Το τσουνάμι των αποκαλύψεων που αφορούν συγγενείς και στενούς συνεργάτες γνωστών πολιτικών ανά τον κόσμο ξεκίνησε από ένα σκληρό δίσκο γεμάτο με στοιχεία, τον οποίο παρέλαβε πριν από 18 μήνες ο Τζέραρντ Ράιλ. Την εποχή εκείνη ο Ράιλ εργαζόταν στην Αυστραλία και είχε μόλις ολοκληρώσει μια έρευνα για μια μεγάλη οικονομική απάτη.
«Τα δεδομένα ήταν σχεδόν αδύνατον να διαβαστούν. Ο υπολογιστής μου κολλούσε συνεχώς. Υπήρχαν πολλά ονόματα ανθρώπων απ' όλο τον κόσμο, που δεν μου έλεγαν τίποτα», είπε ο δημοσιογράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο. Ο Ράιλ δεν διευκρίνισε πότε ακριβώς έλαβε το μυστηριώδες, πολύτιμο δέμα. Το ένστικτό του όμως του έλεγε ότι επρόκειτο για κάτι το πολύ σοβαρό.
Λίγο καιρό αργότερα, το φθινόπωρο του 2011, ο Ράιλ έφυγε από την Αυστραλία για την Ουάσινγκτον όπου ανέλαβε επικεφαλής της Σύμπραξης Ανεξάρτητων Δημοσιογράφων (ICIJ), μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1997 με στόχο να συντονίζει το έργο δημοσιογράφων οι οποίοι ασχολούνται με θέματα διαφθοράς.
«Πάντα είχα στο νου μου να ζητήσω βοήθεια από δημοσιογράφους ανά τον κόσμο. Δεν αρκούσε να κάτσω κάτω και να γράψω», είπε.
«Δεν αρκούσε ένα άρθρο»
Βασιζόμενος στο μοντέλο του ιστοτόπου WikiLeaks που είχε δημοσιοποιήσει απόρρητα διπλωματικά τηλεγραφήματα, ο Ράιλ απευθύνθηκε σε πολλές μεγάλες εφημερίδες (Γκάρντιαν, Μοντ, Ουάσινγκτον Ποστ κ.ά.) για να τον βοηθήσουν να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες του, να σταθμίσει αν υπήρχε ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη και να συντονίσει μια έρευνα που διήρκεσε 15 μήνες.
«Δεν αρκούσε να καθίσουμε κάτω και να γράψουμε ένα άρθρο. Τα θέματα αυτά είναι απίστευτα σύνθετα και έπρεπε να βρούμε το πλαίσιο των γεγονότων», συνέχισε, προσθέτοντας ότι ορισμένες έρευνες, κυρίως στην Ιαπωνία, δεν κατέληξαν πουθενά.
Η έκκληση στις μεγάλες εφημερίδες έγινε και για λόγους ανάγκης. Η ICIJ απασχολεί μόνο τρεις μισθωτούς εργαζόμενους οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να χειριστούν έναν όγκο πληροφοριών 160 φορές μεγαλύτερο από αυτόν που είχε συλλέξει το WikiLeaks.
Η ICIJ βοηθήθηκε επίσης από μια αυστραλιανή εταιρεία που της χορήγησε δωρεάν ένα λογισμικό για την ανάγνωση και την αποκρυπτογράφηση σύνθετων δεδομένων. «Επικοινώνησα μαζί τους και τους είπα: μην με ρωτήσετε γιατί το χρειάζομαι, θα δεχόσασταν να μου το δώσετε;» θυμάται ο Ράιλ, τονίζοντας ότι η οργάνωσή του δεν είχε τα μέσα να πληρώσει ένα τέτοιο λογισμικό.
Ο Τζ. Ράιλ ήξερε ότι είχε μπροστά του άλλο ένα σημαντικό εμπόδιο: να συντονίσει και να φροντίσει να συνεργαστούν πολλοί δημοσιογράφοι - ερευνητές ταυτόχρονα. «Δεν είναι κάτι που το κάνουμε συχνά. Προτιμάμε να δουλεύει ο καθένας μόνος του και να κρατάει τα μυστικά του», σχολίασε.
Ο διευθυντής της ICIJ βεβαίωσε ότι αναμένονται κι άλλες αποκαλύψεις, αλλά απορρίπτει κατηγορηματικά το ρόλο του «εισαγγελέα», δηλώνοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα ξεκινήσουν έρευνες.
«Η δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε το κοινό για τα γεγονότα που δεν γνωρίζει. Αυτό που θα κάνουν οι αρχές στη συνέχεια δεν μας αφορά», κατέληξε.
Στο φως ο κρυφός πλούτος πάμπλουτων φοροφυγάδων
Στο «φως» έρχονται τα ονόματα χιλιάδων κατόχων αμέτρητου πλούτου σε όλο τον κόσμο, καθώς διέρρευσαν από τον κλάδο των offshore τα στοιχεία των μεγαλοκαταθετών κυρίως από τον φορολογικό παράδεισο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Ανάμεσα στους κατόχους των αμύθητων περιουσιών που αναφέρει η Guardian, βρίσκονται ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, η κόρη του δικτάτορα στις Φιλιππίνες και ο πρώην «άρχοντας» του real estate στο Λονδίνο, ο Αχιλλέας Καλλάκης.
Η διαρροή των περίπου δύο εκατομμυρίων email και εγγράφων κυρίως από τον φορολογικό παράδεισο των offshore, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις παγκοσμίως αναφέρει η Guardian στο δημοσίευμά της, ενώ κορυφαίος πρώην οικονομολόγος υπολογίζει ότι ο πλούτος που βρίσκεται σε φορολογικά κρησφύγετα αγγίζει περίπου τα 32 τρισ. δολάρια.
Τα ονόματα των μεγαλοκαταθετών αποκαλύφθηκαν από τη Διεθνή Κοινοπραξία των Δημοσιογράφων για την έρευνα η οποία εδρεύει στην Ουάσιγκτον, σε συνεργασία με την Guardian και άλλα διεθνή ΜΜΕ.