Ενδείξεις σύνδεσης της υπόθεσης των τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων με το λεγόμενο «σχέδιο δολοφονίας» του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, εντόπισαν οι ανακριτές που αποφάσισαν τη συνένωση των δύο δικογραφιών.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, τα στοιχεία οδηγούν σε ενδείξεις ότι τόσο οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις επιφανών πολιτών με πρώτο τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό, όσο και το αποκαλούμενο σχέδιο δολοφονίας του κ. Καραμανλή, αποτελούν περιστατικά που πιθανολογείται πως έχουν «κοινή γραμμή» και «κοινή αφετηρία».
Δικαστικές πηγές φαίνεται να θεωρούν ότι η υπόθεση της παρακολούθησης των κινήσεων του τότε πρωθυπουργού και μελών της οικογένειάς του, αλλά και η παρακολούθηση συνομιλιών τού τότε πρωθυπουργού έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό: αποτελούν ενέργειες κατασκοπείας σε βάρος κρατικών αξιωματούχων, με κοινό στόχο και στις δύο, τον πρωθυπουργό της χώρας.
Μάλιστα, οι ενδείξεις που φαίνεται να αξιολογούνται από τη Δικαιοσύνη ως επαρκείς για τον σχηματισμό μίας δικογραφίας για τις δύο αυτές υποθέσεις εκτιμάται ότι θα πρέπει να αξιολογηθούν ενιαία, ώστε να δοθούν απαντήσεις αν πράγματι εκδηλώθηκαν παρασκηνιακά ενέργειες με στόχο ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της χώρας την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή.
Πληροφορίες από το περιβάλλον των δικαστηρίων αναφέρουν ότι βασικός λόγος που οδηγεί στην ενιαία διερεύνηση των δύο υποθέσεων είναι κάποια σοβαρά στοιχεία που οδηγούν στον συμπέρασμα πως οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων πολιτικών αξιωματούχων δεν σταμάτησαν το 2005, οπότε αποκαλύφθηκε το παράνομο λογισμικό της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, αλλά φέρονται να συνεχίστηκαν έως τουλάχιστον το 2007, ενώ δηλαδή πλέον διεξαγόταν ήδη έρευνα για την υπόθεση.
Η αξιολόγηση δεδομένων που περιλαμβάνονται στην επίμαχη δικογραφία κατά δικαστικούς κύκλους αφήνει επαρκείς ενδείξεις ότι οι καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών εξακολούθησαν μέσω άλλων -και όχι απαραίτητα τηλεφωνικών- εταιρειών. Κάτι τέτοιο, όπως λέγεται έντονα στα δικαστήρια, προέκυψε χωρίς αμφιβολία από άρσεις του τηλεφωνικού απορρήτου συγκεκριμένων προσώπων, που διατάχθηκαν από την ανάκριση.
Το 2007 η υπόθεση των υποκλοπών είχε μπει στο αρχείο, καθώς η ανάκριση που είχε διενεργηθεί δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει τους δράστες και τις παραμέτρους της υπόθεσης. Ωστόσο, το 2010, η υπόθεση ανασύρθηκε από το αρχείο κατόπιν παρέμβασης του μετέπειτα υπουργού Δικαιοσύνης, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, τότε προέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Η νέα διερεύνηση της υπόθεσης εντόπισε στοιχεία για τη χρήση συγκεκριμένων κινητών τηλεφώνων που εμπλέκουν στην υπόθεση υπαλλήλους ξένης πρεσβείας στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα «ύποπτο» κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιούνταν από υπαλλήλους της συγκεκριμένης πρεσβείας, το οποίο αγοράστηκε μαζί με άλλα τρία καρτοκινητά από κατάστημα στην Ακτή Μιαούλη, στον Πειραιά, από πρόσωπο που είχε δηλώσει ψευδή στοιχεία. Εντοπίστηκαν, επίσης, και άλλοι «ύποπτοι» τηλεφωνικοί αριθμοί σε άλλη χώρα, που επικοινώνησαν με τα καρτοκινητά - σκιές των υποκλοπέων στην Ελλάδα.
Η δικογραφία που αφορά τις καταγγελίες για «σχέδιο απόπειρας δολοφονίας του Κ. Καραμανλή» εκκρεμεί από τον Μάρτιο του 2012 σε τακτικό ανακριτή μετά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά αγνώστων δραστών για τα αδικήματα των «προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας», «διατάραξης ομαλής λειτουργίας του Πολιτεύματος» και «αποστέρησης του πρωθυπουργού από την ενάσκηση της εξουσίας, που του παρέχει το Σύνταγμα».
Οι καταγγελίες αφορούν έγγραφο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών προς την ΕΥΠ, που δημοσιεύθηκε σε εβδομαδιαίο έντυπο, σύμφωνα με το οποίο, υπήρχε οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας του Κώστα Καραμανλή, λόγω της ενεργειακής πολιτικής τής τότε κυβέρνησης. Σύμφωνα με όσα δημοσιοποιήθηκαν, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες φέρονται να υποστηρίζουν ότι είχαν διενεργήσει, το 2008, αντιπαρακολουθήσεις και είχαν εντοπίσει ομάδα 20 ατόμων, μέλη ξένων μυστικών υπηρεσιών που παρακολουθούσαν, τον τότε πρωθυπουργό.