«Περπατώ στη Λευκωσία, μιλώ με τους ανθρώπους, παρακολουθώ το δράμα στο Προεδρικό, ακούω τις δηλώσεις των Ευρωπαίων ηγετών, τόσο σίγουρων πως έχουν εκ Θεού το δικαίωμα να κρίνουν το κυπριακό μοντέλο και να το αλλάξουν κατά βούλησιν - κι έχω ένα διπλό αίσθημα déjà vu» γράφει ο δημοσιογράφος.
Σε άρθρο του με τίτλο «Νήσος άνευ θησαυρών» συνεχίζει:
Το έχω ξαναζήσει, νιώθω, όλο αυτό. Εχω ξανακούσει αυτά τα τόσο αλαζονικά στερεότυπα του καθ' ημάς οριενταλισμού, για το πόσο διεφθαρμένοι και απατεώνες, πόσο αποκλίνοντες του δυτικού κανόνα και χρήζοντες τιμωρίας και αναμόρφωσης είναι οι Ελληνες. Και πίστευα, πολλοί πίστευαν, ότι η Ευρώπη είχε καταλάβει το λάθος της, είχε αποβάλει τον υποκριτικό μοραλισμό των πρώτων ημερών της ευρωκρίσης κι είχε υιοθετήσει έναν προσγειωμένο πραγματισμό, ο οποίος με τη σειρά του έμοιαζε να έχει αποκοιμίσει, από το καλοκαίρι κι ύστερα, τους δαίμονες της κρίσης. Και να που, με αφορμή την Κύπρο, τα μοραλιστικά ανακλαστικά επιστρέφουν. Και οι δαίμονες της κρίσης μοιάζει να αναδεύονται ξανά στον ύπνο τους.
Κι έχω επίσης ξαναζήσει το είδος της κρίσης που τώρα βασανίζει την Κύπρο. Είχα την τύχη να βρεθώ στην Ιρλανδία και την Ισλανδία όταν αυτές οι δύο νήσοι των θησαυρών ζούσαν ανάλογες στιγμές με αυτές που ζει τώρα η Κύπρος. Που πολύ τους μοιάζει.
Θυμίζω: Οταν η Κύπρος γινόταν δεκτή εν χορδαίς και οργάνοις στην ευρωζώνη, τη συνόδευαν άριστα πιστοποιητικά δημοσιονομικής υγείας. Το δημόσιο χρέος της ήταν κάτω του 60% του ΑΕΠ της, οι προϋπολογισμοί πλεονασματικοί, οι ρυθμοί ανάπτυξης (έως και το 2011) υψηλοί, η ανεργία άγνωστη λέξη. Οπως και η Ιρλανδία όταν τη χτύπησε ο κεραυνός της κρίσης. Οπως και η Ισλανδία. Ποιο ήταν το πρόβλημα στα νησιά των θησαυρών; Οτι είχαν έναν υπέρβαρο και λαίμαργο τραπεζικό τομέα, βουτηγμένο στην αμαρτία της απληστίας, εκτεθειμένο σε αλόγιστους κινδύνους. Οκτώ φορές το ΑΕΠ της χώρας στην περίπτωση της Ιρλανδίας, δέκα φορές στην περίπτωση της Ισλανδίας, επτά φορές τώρα στην περίπτωση της Κύπρου. Κι όταν η κρίση εκδικήθηκε (το 2008 στην περίπτωση της Ισλανδίας και της Ιρλανδίας, το 2012 στην περίπτωση της Κύπρου), τα κράτη αποδείχθηκαν πολύ μικρά και αδύναμα ώστε να σηκώσουν μόνα τους το βάρος της διάσωσης ενός υπερτροφικού τραπεζικού συστήματος.
Και τι έκαναν;
Η Ιρλανδία διέσωσε τις τράπεζες και τους μετόχους τους με δημόσιο χρήμα, με αποτέλεσμα να υπερχρεωθεί και να ανοίξει μια τεράστια μαύρη τρύπα στα υγιέστατα ώς τότε δημόσια οικονομικά, επέβαλε τετραετή λιτότητα στον πληθυσμό, κατέφυγε στα δάνεια και την επιτήρηση της τρόικας, είδε την ανεργία (και τη νεανική μετανάστευση) να εκτοξεύεται, αλλά χάρη στη δραστηριότητα των μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών κολοσσών που παράγουν και εξάγουν φάρμακα, υπολογιστές και σόφτγουεαρ, επωφελούμενοι από τη χαμηλή φορολογία, ισορρόπησε τα δημόσια λογιστικά, έστω και χωρίς θέσεις εργασίας, και πρόσφατα έδειξε ικανή να επιστρέψει στις αγορές.
Η Ισλανδία, πάλι, έκανε το ακριβώς αντίθετο. Αφησε τις τρεις μεγάλες τράπεζες και τους μετόχους τους να χρεοκοπήσουν, προστάτευσε τους καταθέτες, υποτίμησε δραματικά το νόμισμα, στροβιλίστηκε δύο χρόνια στην πιο σκοτεινή από τις αβύσσους, αλλά εν τέλει κατάφερε, ύστερα από τέσσερα και κάτι χρόνια, να ορθοποδήσει.
Και η Κύπρος;
Στην Κύπρο, λοιπόν, το Eurogroup είχε την ευφυΐα να προτείνει έναν συνδυασμό των δύο δρόμων. Το κυπριακό κράτος να χρεωθεί για να «σώσει» τις δύο μεγάλες τράπεζες και να μπει στα βάσανα της λιτότητας και στον ζυγό της επιτήρησης - όπως η Ιρλανδία. Αλλά, ταυτόχρονα, να οδηγήσει τις σωσμένες τράπεζες σε οιονεί χρεοκοπία μέσω του κουρέματος των καταθέσεων - όχι ακριβώς όπως η Ισλανδία, αλλά με τα ίδια αποτελέσματα και δίχως τα οφέλη. Τρελό; Απολύτως. Και τι εξηγεί την παραφροσύνη της συνταγής; Η πεποίθηση του Βερολίνου ότι η Κύπρος ήταν στον στραβό δρόμο, ότι αμάρτησε και πρέπει να τιμωρηθεί ώστε να επιστρέψει στην οδό της αρετής (απαλλαγμένη από τις - πράγματι - αμαρτωλές και χρήζουσες θεραπείας τράπεζές της).
Αλλά είμαστε σίγουροι πως η Ευρώπη που θέλουμε περιλαμβάνει και ασκήσεις nation building, όπως των Αμερικανών στο Ιράκ ή των Γερμανών στην Κύπρο;