«Η κυπριακή τραπεζική κρίση έχει πολλούς "δημιουργούς"... Ο τραπεζικός τομέας του νησιού είναι ένας "παραφουσκωμένος", ελλιπώς ελεγχόμενος τόπος offshore μυστικότητας, "ύποπτων" μεταφορών κεφαλαίων και ξεπλύματος χρήματος.
Επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Κύπρο το 1992 με σκοπό τη διεξαγωγή ρεπορτάζ για λογαριασμό της Washington Post σχετικά με το πώς οι σύμμαχοι του τότε ισχυρού άνδρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς μετέφεραν κεφάλαια από το Βελιγράδι σε τράπεζες της Κύπρου», αναφέρει σε σημερινό δημοσίευμά του στο New Yorker ο Στιβ Κολ.
Ανατρέχοντας στο τότε άρθρο της Washington Post, μαθαίνουμε ότι μεγάλες γιουγκοσλαβικές εταιρείες, τελούσες υπό τον έλεγχο του Σέρβου Προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, έστελναν εκατομμύρια δολάρια σε κυπριακές θυγατρικές εταιρείες, οι οποίες απολάμβαναν την ασυλία και την αυστηρή τραπεζική μυστικότητα που τους διασφάλιζε σχετική νομοθεσία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με τραπεζίτες της εποχής, τα deal επιμελούνταν σύμμαχοι του Μιλόσεβιτς στη Σερβία, ώστε τα χρήματα να μεταβιβάζονται σε ονόματα Σέρβων πολιτών που κατοικοέδρευαν στην Κύπρο - οι ταυτότητες των οποίων έμεναν και παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις μυστικές - παρά σε ελεγχόμενες από την κυβέρνηση μητρικές εταιρείες με έδρα την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Ο τότε πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στην Κύπρο, Πέταρ Μπόσκοβιτς, διατεινόταν ότι η άφιξη σερβικών κεφαλαίων στην Κύπρο δεν σχετιζόταν κατά κανέναν τρόπο με παράνομες δραστηριότητες.
Μεγάλα χρηματικά ποσά, όμως, δεν είχαν σταλεί μόνο σε τράπεζες της Κύπρου, αλλά και σε άλλες της Ρωσίας, της Ελβετίας, του Λίχτενσταϊν, ακόμη και του Λιβάνου, γεγονός που είχε επιβεβαιωθεί από πολλούς ειδικούς, το οποίο όμως αρνούνταν η πλειοψηφία των Κυπρίων αξιωματούχων.
Στις 10/05/2007 δημοσίευμα του Μακάριου Δρουσιώτη στην Ελευθεροτυπία ανέφερε σχετικά με τη διαμάχη του τότε προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου με την εφημερίδα Financial Times που τον ενέπλεκε σε δίκτυο ξεπλύματος βρόμικου χρήματος από την τέως Γιουγκοσλαβία:
Το ζήτημα της διακίνησης χρημάτων μέσω Κύπρου από το καθεστώς Μιλόσεβιτς, με σκοπό την παραβίαση του εμπάργκο που επέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία τα Ηνωμένα Εθνη, απασχολεί αυτές τις μέρες το επαρχιακό δικαστήριο Λευκωσίας, όπου εκδικάζεται αγωγή λίβελου του προέδρου Παπαδόπουλου κατά των «Financial Times» (FT).
Ο Τ. Παπαδόπουλος και το δικηγορικό του γραφείο ζητούν από τους «FT» αποζημιώσεις μέχρι και 250.000 λίρες (430.000 ευρώ) για δημοσίευμα της 25ης Ιουλίου 2002, όπου τους καταλογίζεται προώθηση ξεπλύματος βρώμικου χρήματος προς όφελος του καθεστώτος Μιλόσεβιτς στη Γιουγκοσλαβία.
Στη δίκη κατέθεσε ως μάρτυρας ο πρώην συνεταίρος του Τ. Παπαδόπουλου στο δικηγορικό του γραφείο, Πάμπος Ιωαννίδης. Ο δικηγόρος των «FT» Παύλος Αγγελίδης παρουσίασε στον Πάμπο Ιωαννίδη έγγραφο με την υπογραφή του, με το οποίο έδινε οδηγίες στη Λαϊκή Τράπεζα να πληρώσει σε μετρητά επτά εκατομμύρια γερμανικά μάρκα προς τον Ζόραν Μάρκοβιτς. Τα χρήματα πληρώθηκαν από δύο λογαριασμούς της υπεράκτιας γιουγκοσλαβικής εταιρείας «Vantervest Overseas Ltd», της οποίας ο Ιωαννίδης ήταν ένας από τους εξ αποστάσεως διευθυντές (nominee).
Ο Πάμπος Ιωαννίδης ισχυρίστηκε στο δικαστήριο πως ενεργούσε με βάση τις οδηγίες από τους πελάτες του και ότι δεν γνώριζε πού πήγαιναν τα χρήματα και για ποιο σκοπό. «Οι οδηγίες δίνονταν από τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους των πελατών μας», είπε.
Βαλίτσες με συνάλλαγμα
Οπως ανέφερε στο δικαστήριο ο δικηγόρος των «FT», ο δικαιούχος των εμβασμάτων Ζόραν Μάρκοβιτς «ήταν υπαρχηγός του Μιλόσεβιτς, εγκληματίας πολέμου, λαθρέμπορος όπλων, ο οποίος έχει συλληφθεί και είναι τώρα στη φυλακή».
Ο Μάρκοβιτς ήταν τότε ο εκτελεστικός διευθυντής της κρατικής τράπεζας Beogradska και κατονομάζεται στην έκθεση του Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης σαν ένας από τους μεταφορείς μετρητών σε βαλίτσες γεμάτες με σκληρό συνάλλαγμα στην Κύπρο.
Ο Π. Αγγελίδης υποστήριξε στο δικαστήριο πως κατ' αυτό τον τρόπο το δικηγορικό γραφείο Τάσσου Παπαδόπουλου συνεργούσε στην παραβίαση του εμπάργκο κατά της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Ιωαννίδης απάντησε ότι σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν τότε, το δικηγορικό γραφείο Τ. Παπαδόπουλος δεν παραβίασε τους νόμους ούτε το εμπάργκο των Ηνωμένων Εθνών. «Κάναμε τα πάντα σύμφωνα με τους κανονισμούς, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της εποχής», είπε.
Στην ερώτηση εάν αντιλήφθηκε πού πήγαιναν τα χρήματα, ο μάρτυρας είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί διότι τα γεγονότα συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια. Είπε πως δεν θυμάται τον Μάρκοβιτς ούτε γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. «Πληρώσατε σε κάποιον επτά εκατομμύρια μάρκα σε μετρητά και δεν ελέγξατε; Είτε ήσασταν πολύ ανεύθυνος ή το κάνατε σκόπιμα», του υπέβαλε ο δικηγόρος των «FT».
Κυρία ετών 81
Ο Παύλος Αγγελίδης παρουσίασε επιστολή της εισαγγελέως του Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, Κάρλα ντε Πόντε, προς την κυπριακή κυβέρνηση, τον Αύγουστο του 2001, στην οποία ανέφερε ότι είχε εντοπίσει οκτώ εταιρείες που όπως πιστεύεται είχαν ιδρυθεί στην Κύπρο με οδηγίες του Μιλόσεβιτς. Ολες ενεγράφησαν από το δικηγορικό γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου και μεταξύ τους περιλαμβανόταν και η Vantervest Overseas Ltd.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ποινικού Δικαστηρίου πραγματικός ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν το 1995 κάποια κυρία Ζαρκόβα Κόροβιτς, τότε 81 ετών. Οταν ανακρίθηκε, η Κόροβιτς είπε ότι δεν είχε καμιά γνώση για την εν λόγω εταιρεία, ούτε είχε δώσει σε κανέναν εξουσιοδότηση να χρησιμοποιήσει το όνομά της σαν ιδιοκτήτης της εταιρείας.
Ο Πάμπος Ιωαννίδης είπε στην αντεξέτασή του ότι «οι "FT" μας έχουν συκοφαντήσει και θα πρέπει να λογοδοτήσουν» και πρόσθεσε ότι «τα δημοσιεύματα της εφημερίδας, καθώς και ενέργειες γνωστών εκβιαστών επιζητούν να προωθήσουν αλλότριους σκοπούς και πολιτικές σκοπιμότητες».