Ας αφήσουμε κατά μέρος τη βαρετή mainstream γραμμική αφήγηση της ιστορίας, τυπική μιας χολιγουντιανής ταινίας ιστορικού περιεχομένου. Ας παραβλέψουμε τις ελαφρά τη καρδία θετικές κριτικές που έχει δεχτεί ανά τον κόσμο. Ας παραβλέψουμε ακόμη και την απόλυτη έλλειψη υποκριτικής ικανότητας που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή Μπεν Αφλεκ, όπως και τους υπόλοιπους του σιναφιού του, και ας εστιάσουμε στο πώς η ταινία καταφέρνει να διαστρεβλώσει πλήρως ένα σημαντικό ιστορικό συμβάν της ψυχροπολεμικής εποχής.
Το να αναλαμβάνει κανείς να αποδώσει κινηματογραφικά ένα πολύπλοκο ιστορικό υλικό, αν και προβληματικό από μόνο του, ωστόσο δεν είναι κάτι αθέμιτο, αρκεί να «τιμά» την ιστορία προσπαθώντας να είναι όσο πιο ειλικρινής γίνεται, ακόμη και αν αποδίδει αυτό το υλικό με σχετικά «χαλαρό» τρόπο. Από εκεί, όμως, μέχρι το σημείο να διαστρεβλώνει πλήρως την πραγματικότητα του συμβάντος υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα. Και αυτό κάνει η εν λόγω ταινία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η ταινία βασίζεται «χαλαρά» σε πραγματικά γεγονότα – στο χρονικό της διάσωσης 6 Αμερικανών διπλωματών από την Τεχεράνη κατά τη διάρκεια της περίφημης Κρίσης των Ομήρων στο Ιράν του 1979 – όπως τα κατέγραψε ο πρώην υπάλληλος της CIA Τόνι Μέντεζ στο βιβλίο του με τίτλο «Master of disguise-My secret life in the CIA» (2000), αλλά και ο Τζόσουα Μπέρμαν σε άρθρο του στο περιοδικό Wired με τίτλο «The great escape» (2007).
«Με τον όρο κρίση των ομήρων γίνεται αναφορά στη διπλωματική κρίση που ξέσπασε μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ όταν 52 Αμερικανοί κρατήθηκαν όμηροι στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη από μια ομάδα ισλαμιστών φοιτητών. Η κρίση διήρκεσε από τις 4 Νοεμβρίου 1979 μέχρι τις 20 Ιανουαρίου του 1981. Αφού απέτυχαν οι διπλωματικές προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης, επιβλήθηκαν οικονομικές πιέσεις στο Ιράν, όπως εμπάργκο σε ιρανικά προϊόντα και δέσμευση ιρανικών καταθέσεων σε αμερικανικές τράπεζες. Ακολούθησαν απειλές στρατιωτικής επέμβασης και μια αποτυχημένη μυστική επιχείρηση διάσωσης των ομήρων, γνωστή με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Νύχι του Αετού» (αγγλ. Operation Eagle Claw), η οποία κατέληξε στο θάνατο οκτώ Αμερικανών στρατιωτών και ενός Ιρανού πολίτη. Η κρίση έληξε με τη διακήρυξη του Αλγερίου που υπογράφτηκε στις 19 Ιανουαρίου 1981 και η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε πως οι ΗΠΑ δεν θα αναμιγνύονταν στρατιωτικά ή πολιτικά στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράν. Η κατάληξη της κρίσης χαρακτηρίστηκε ως ήττα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχοντας αρνητικές επιπτώσεις στην υποψηφιότητα του τότε προέδρου Τζίμι Κάρτερ. Οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον, σηματοδοτώντας παράλληλα την έναρξη μιας έντονης και μακράς περιόδου εχθρότητας μεταξύ των δύο χωρών. Η κρίση των ομήρων έλαβε χώρα σε μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας που διαδέχτηκε τα γεγονότα της ιρανικής επανάστασης. Ενώ για τον υπόλοιπο κόσμο το γεγονός της κατάληψης αντιμετωπίστηκε ως μια διεθνής κρίση, για το Ιράν υπήρξε κυρίως ένας αγώνας στο εσωτερικό της χώρας με αναφορά στο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα. Η κρίση, σε συνδυασμό με την στήριξη των φοιτητών από τον Ρουχολάχ Χομεϊνί, οδήγησε τον πρωθυπουργό Μεχντί Μπαζαργκάν σε παραίτηση» (Πηγή: Wikipedia).
Η ταινία ξεκινάει με τις αναταραχές στο Ιράν, με τους Ιρανούς να ζητάνε από τους Αμερικανούς την επιστροφή του Σάχη Μοχάμεντ ρεζά Παχλαβί στη χώρα τους προκειμένου να δικαστεί. Πέρα από ένα σύντομο μάθημα ιστορίας στην αρχή της ταινίας και μία σκήνη η οποία εκτυλίσσεται μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου ένας εξοργισμένος Ιρανός αναφέρει στους διπλωμάτες ότι ο Σάχης δολοφόνησε το γιο του, η ταινία δεν κομίζει κανένα άλλο στοιχείο για την ιρανική εκδοχή της ιστορίας. Πρόκειται για την αποστειρωμένη διασκευή μιας σειράς από γεγονότα, η οποία κάνει ελάχιστη αναφορά στο μπάγκραουντ της Ιρανικής Επανάστασης, μετατρέποντας τους Ιρανούς σε απλά διακοσμητικά στοιχεία μίας ρηχής τυπικής πλοκής πατριωτικής προπαγάνδας.
«Ο Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί (1919-1980) υπήρξε βασιλιάς (σάχης) του Ιράν από τις 16 Σεπτεμβρίου 1941 ως την εκθρόνησή του, στις 11 Φεβρουαρίου 1979. Ήταν ο δεύτερος και τελευταίος μονάρχης της περσικής δυναστείας Παχλαβί. Ο σάχης ανέβηκε στην εξουσία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ύστερα από συνδυασμένη Αγγλο-Σοβιετική επιχείρηση εισβολής στην χώρα, που ανάγκασε τον πατέρα του, σάχη Ρεζά Σαχ Παχλαβί να εγκαταλείψει τη χώρα» (Πηγή: Wikipedia).
Η αυταρχική διακυβέρνησή του, τα φαινόμενα διαφθοράς, η ανάμιξη ξένων δυνάμεων καθώς και η δράση της μυστικής υπηρεσίας Σαβάκ με στόχο να επιβληθεί σε όλες τις μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης, προκάλεσαν κοινωνική δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε με την Ιρανική Επανάσταση και οδήγησε τελικά στην απομάκρυνσή του από τη χώρα ύστερα από 37 έτη βασιλείας, ενώ το Ιράν έγινε Ισλαμική Δημοκρατία με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί. Εγκατέλειψε το Ιράν στις 16 Ιανουαρίου 1979 και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, το Μαρόκο, τις Μπαχάμες και το Μεξικό για να καταλήξει στις ΗΠΑ, στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία για καρκίνο και να πεθάνει στις 27 Ιουλίου 1980 στο Κάιρο.
Αν υπάρχει κάτι «αυθεντικό» στην εν λόγω ταινία, τότε αυτό έχει να κάνει με τη σκηνογραφία, αλλά και με τον τρόπο χρήσης του κινηματογραφικού μέσου με σκοπό την αισθητική αναβίωση του κλίματος, της μόδας και της τεχνολογίας της δεκαετίας του 1970. Μέχρι εκεί, όμως, διότι οτιδήποτε άλλο το οποίο έχει να κάνει με την «αυθεντικότητα» της ταινίας είναι αποκύημα της φαντασίας ή, καλύτερα, παραίσθηση. Πίσω από τις σκηνογραφικές λεπτομέρειες, τη φλεγόμενη αμερικανική σημαία και το αρχειακό υλικό, το Argo αποτελεί καθαρή πατριωτική προπαγάνδα που το μόνο που πετυχαίνει είναι να εγείρει ουσιώδη ερωτήματα:
Γιατί οι Αμερικανοί δεν επέστρεψαν απλά το Σάχη στο Ιράν;
Γιατί οι Αμερικανοί νιώθουν πως είναι χρέος τους να αναλαμβάνουν την επίλυση προβλημάτων ξένων χωρών;
Γιατί δεν άφησαν τους Ιρανούς να δικάσουν οι ίδιοι το διεφθαρμένο ηγέτη τους;
Γιατί πρέπει να αποδοθεί τόση προσοχή και σημασία σε 6 λευκούς διπλωμάτες, τους οποίους διέσωσε η CIA (και το Χόλιγουντ), τη στιγμή που στη Μέση Ανατολή έχουν χάσει τη ζωή τους αμέτρητοι Αμερικανοί, Ιρανοί, Ιρακινοί, Αφγανοί και άλλοι;
Γιατί η προσοχή εστιάζεται στους 6 και όχι στους εκατομμύρια που έπεφταν, πέφτουν και θα πέφτουν θύματα βασανιστηρίων και μακελειών σε καθημερινή βάση;
Γιατί δεδηλωμένα αριστερίζοντες Χολιγουντιανοί αστέρες, όπως ο Μπεν Αφλεκ, έφτιαξαν μία ταινία σχετικά με το Χόλιγουντ και τη συνάσπισή του με τη CIA με σκοπό τη διάσωση διπλωματών, αμέσως πριν τις προεδρικές εκλογές του 2012;
Γιατί στο φιλμ δεν αποτυπώνεται καθόλου το γεγονός ότι οι όμηροι απελευθερώθηκαν αφότου είχε εκλεγεί Πρόεδρος ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και κατά τη διάρκεια της ανάληψης των καθηκόντων του;
Γιατί η ταινία τελειώνει με τη «στάμπα» του Τζίμι Κάρτερ (της επίσημης φωνής των Δημοκρατών του Κεντρώου χώρου) υπό μορφή voiceover αφήγησης;
Γιατί δεν παρέχει καμία πληροφορία για τα μυστικά οικονομικά «deals» που οδήγησαν στην απελευθέρωση των ομήρων;
Διότι, πολύ απλά, το «Argo» αποτελεί, πριν απ' όλα, μία ταινία συντηρητικής νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας που δημιουργήθηκε από το Χόλιγουντ για να στηρίξει τη συντηρητική νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα καθ' οδόν προς τις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη του 2012. Επιπλέον, προετοιμάζει το έδαφος για την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράν, με τρόπο ώστε οι «αριστεροί» του κεντρώου χώρου να μην αισθάνονται άσχημα, έχοντας ψηφίσει υπέρ του Ομπάμα.
Για όλους αυτούς τους λόγους και άλλους, το «Argo» εκπληρώνει τον ιστορικό προορισμό του κινηματογράφου (ειδικά την αμερικανική εκδοχή του) που τον συνδέει επιβεβαιωμένα με τον πόλεμο και τα μέσα μαζικής χειραγώγησης και προπαγάνδας.
Και ως γνωστόν, η προπαγάνδα δεν παράγει καλό κινηματογράφο...