Με άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή ο γνωστός δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης εξηγεί πώς περάσαμε από το ακαταδίωκτο των πολιτικών στις διώξεις που πέφτουν πλέον σαν βροχή.
Γράφει ο δημοσιογράφος με τίτλο «Δικαιοσύνη και Δημοκρατία»:
«Βροχή πέφτουν οι διώξεις σε πρώην υπουργούς, βουλευτές, νομάρχες, δημάρχους· γενικώς σε πολιτικούς. Επειτα από μια μακρά περίοδο αδιαφορίας για πιθανολογούμενα οικονομικά εγκλήματα εκατομμυρίων ευρώ, οι πολιτικοί άρχισαν να διώκονται και να καταδικάζονται με βαριές ποινές, ακόμη και για παραλείψεις στο «πόθεν έσχες». Να καλοδεχθούμε αυτές τις εξελίξεις, αλλά και να προβληματιστούμε. Γιατί, επί παραδείγματι, πριν από μερικά χρόνια μπορούσε ένας πολιτικός να κάνει τα πάντα χωρίς να φοβάται τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης, ενώ σήμερα αν αμελήσει να δηλώσει ένα ακίνητο στο «πόθεν έσχες» τιμωρείται με κάθειρξη οκτώ ετών;
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η Δικαιοσύνη επηρεάστηκε από το διάχυτο κλίμα στην ελληνική κοινωνία, η οποία απαιτεί «να μπει κάποιος στη φυλακή». Αληθές είναι. Παρά τα όσα λένε διάφοροι των άκρων, ότι «ζούμε σε χούντα» ή «το πολίτευμα που έχουμε δεν είναι Δημοκρατία», διαπιστώνουμε ότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να αμελήσει τη θέληση του λαού. Η Δημοκρατία δεν εξαντλείται στην κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια. Η πίεση της κοινωνίας προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση έχει τελικώς αποτελέσματα. Ισχύει αυτό που είπε ένας δικαστής των ΗΠΑ: «Το υψηλότερο αξίωμα σε μια Δημοκρατία είναι η ιδιότητα του πολίτη».
Αυτό πιστοποιείται από το γεγονός των διώξεων των πολιτικών τώρα, αλλά και από το ακαταδίωκτο των ίδιων πολιτικών πριν από μερικά χρόνια, όταν κυριαρχούσε -ας το συνομολογήσουμε- η αδιαφορία για τα βρώμικα πεπραγμένα υπουργών, νομαρχών, δημάρχων κ.ά. Πολιτικοί για τους οποίους υπήρχαν βάσιμες υποψίες περί διαφθοράς εκλέγονταν πανηγυρικά. Ουδείς νοιαζόταν αν ο κ. Τσοχατζόπουλος ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του· κανείς δεν άκουγε τις καταγγελίες για κλοπή δημόσιου χρήματος στον Δήμο Θεσσαλονίκης· σε κανέναν δεν καιγόταν καρφί για το γεγονός ότι η υποβολή του «πόθεν έσχες» των πολιτικών ήταν (και παραμένει) «στάχτη στα μάτια του κόσμου».
Η αδιαφορία αυτή δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι είχαμε εθιστεί στη διαφθορά. Οφειλόταν και σε μια διαδικασία συνενοχής· ήταν ελάχιστοι οι αναμάρτητοι για να βάλουν πρώτοι τον λίθο. Ας μην κοροϊδευόμαστε: η πλειονότητα έβλεπε το κράτος σαν γελάδα που ο καθένας άρμεγε όσο μπορούσε. Η όποια δυσαρέσκεια εμφανιζόταν αφορούσε μόνο την ποσότητα και όχι την πράξη καθεαυτή.
Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Η γελάδα έμεινε στέρφα κι όλοι ψάχνουμε τους ενόχους. Είναι υγιής αντίδραση -και συντόμως θα δούμε τα ευεργετικά της αποτελέσματα στον κρατικό κορβανά- αρκεί να μην περάσουμε στο αντίθετο άκρο. Η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να εδράζεται σε αισθήματα εκδίκησης, αλλά να έχει ως βάση κάποιες αξίες που οφείλουμε να εμπεδώσουμε στον δημόσιο βίο. Αυτό δεν είναι μόνο ηθική επιταγή. Εχει και πρακτική χρησιμότητα. Οι σκληρές ποινές που καταλογίζονται με βάση το διάχυτο λαϊκό αίσθημα είναι δικαιοσύνη αντίστοιχη εκείνης που (δεν) αποδιδόταν τα προηγούμενα χρόνια της ευμάρειας. Το ακαταδίωκτο των πολιτικών πάλι στο λαϊκό αίσθημα εδραζόταν. Ποιος, για παράδειγμα, θα ερευνούσε έναν υπουργό τον οποίο είχαν τιμήσει με την ψήφο τους 100.000 συμπολίτες του;
Η δικαιοσύνη των υπερβολικών ποινών είναι εξίσου λειψή με τη δικαιοσύνη των μη ποινών. Κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε. Σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς η χώρα δεν πρέπει να πάει με τις μπάντες. Πρέπει να βρει σε κάθε τομέα την ισορροπία της. Να αποδίδει δικαιοσύνη με βάση αρχές κι όχι αναλόγως του κλίματος. Αυτό, όπως διαπιστώσαμε προσφάτως, είναι ευμετάβλητο.