Πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τον Alex Zhang Hungtai aka Dirty Beaches, πρέπει να πω ότι οι περισσότερες μπάντες που προέρχονται από τον Καναδά με κάνουν να χασμουριέμαι. Βαριέμαι την κλάψα και τη μίρλα και δυστυχώς τον Καναδά τον έχω συνδέσει με την κλάψα, τουλάχιστον από άποψης μουσικής. Επίσης, ένας άλλος λόγος που βαριέμαι τον Καναδά είναι επειδή μου θυμίζει Celine Dion. Και μιας και μιλάμε για τη μίρλα, ακόμα δε μπορώ να καταλάβω, ας πούμε, γιατί οι Arcade Fire θεωρούνται ένα από τα μεγάλα συγκροτήματα που βγήκαν από αυτή την χώρα και ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των zeroes. Οι μπάντες που βγήκαν απ’ τον Καναδά -τώρα που το σκέφτομαι- και μου αρέσουν, είναι ελάχιστες.
Anyway, ο Alex Zhang Hungtai δεν είναι ακριβώς Καναδός, Ταϊβανέζος είναι, ο οποίος κατέληξε στο Βανκούβερ, μετά από ένα πέρασμα από διάφορες πόλεις: Honolulu, Montreal, Νέα Υόρκη, Toronto. Είναι γιος ενός τύπου που ήταν μέλος σε μια ταϊβανέζικη συμμορία μοτοσυκλετιστών, κάτι σαν τους τοπικούς hell angels και σε ένα doo-woop συγκρότημα και εγκατέλειψε τη χώρα πριν από τη Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο.
Φτιάχνει μουσική από το 2005, κυρίως DIY ηχογραφήσεις, τις οποίες κυκλοφόρησε σε διάφορα format, όπως EP, singles, CD-R, και limited edition κασέτες, που έδινε κυρίως στις live εμφανίσεις του ή στο διαδίκτυο. Η παγκόσμια blog-όσφαιρα τον υποδέχτηκε σαν το νέο αγαπημένο της παιδί και μάλλον εκτίμησε το γεγονός ότι, παρόλο που το αρχικό ακροατήριο του περιλάμβανε μόνο τον πατέρα του, τη μάνα του και άλλους δέκα- δεκαπέντε, αντί να αποθαρρυνθεί, προσπάθησε ακόμα περισσότερο να βελτιώσει τον ήχο του.
Με το φετινό του άλμπουμ «Bandlands», ο Dirty Beaches απειλεί να εξοστρακίσει πολλά μεγάλα ονόματα από τις καθιερωμένες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Αν και κατέχει καλά το κλισέ ότι «δεν υπάρχει παρθενογέννεση», όχι μόνο δεν ζορίζεται με αυτό, αλλά το χαίρεται κιόλας. Λιώνει στο παίξιμο όλη την δισκογραφία των Elvis και Roy Orbinson, του αρέσουν οι b-movies, οι vintage ενισχυτές, οι ροκαμπιλάδες, το Route 66, αφηγείται ιστορίες με τον πατέρα του και δανείζεται σημειολογικά σαν τίτλο του δίσκο του το classic του Bruce Springsteen από τα τέλη των’ 70s. Δεν ξέρω αν καταναλώνει οποιαδήποτε αλκοολική ουσία πέσει στα χέρια του πριν ηχογραφήσει, σίγουρα καπνίζει πολλά τσιγάρα, το αποτέλεσμα όμως είναι ένα υβρίδιο από όλες τις επιρροές του, με μια δόση επίσης από την ειρωνεία του Alan Vega.
Το «Bandlands», όπως και οτιδήποτε άλλο από την δισκογραφία του Dirty Beaches πέσει στα χέρια σας, είναι από κείνα τα album που είναι επικίνδυνα εθιστικά. Βρώμικο, αλήτικο και καβλωμένο σαν τα πρώτα άλμπουμ του punk.
Άγγελος Κ.