Κλιμακώνεται η αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας λίγες μόλις ημέρες πριν από την προγραμματισμένη για τις 5 Μαρτίου συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών που θα συνέλθει στην Κωνσταντινούπολη, παρουσία των πρωθυπουργών Αντώνη Σαμαρά και Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Απαντώντας στη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας στον ΟΗΕ για τη χορήγηση αδειών έρευνας στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία εμφανίζεται απολύτως αδιάλλακτη υποστηρίζοντας ότι οι άδειες για έρευνα δόθηκαν εντός της δικής της υφαλοκρηπίδας και ότι οι «ισχυρισμοί της Ελλάδας δεν έχουν κάποια βάση στο Διεθνές Δίκαιο».
Στη σχετική ανακοίνωση τονίζεται ότι η Αγκυρα θα απαντήσει αναλόγως στην Αθήνα, αλλά δεν προτίθεται να ακυρώσει τη διεξαγωγή της συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Την ίδια ώρα σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύονται στο defencenet.gr το νέο ερευνητικό πλοίο της Τουρκίας Polarcus Samur που ήταν να αποπλεύσει αύριο για έρευνες στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, τελικά θα πραγματοποιήσει έρευνες στη Μαύρη Θάλασσα.
Στην Αθήνα εκτιμούν ότι η Αγκυρα αιφνιδιάστηκε από την ελληνική ρηματική διακοίνωση και το γεγονός ότι εξέδωσε μια πρώτη απάντηση περί διαγραμμάτων, σημαίνει ότι ζητάει περισσότερο χρόνο για να εκτιμήσει την κατάσταση που διαμορφώνεται.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι: «Εγινε γνωστό ότι η Ελλάδα κατέγραψε στα Ηνωμένα Εθνη τις απόψεις της αναφορικά με την ελληνική υφαλοκρηπίδα σχετικά με τις άδειες που δόθηκαν από τη χώρα μας στον ΤΡΑΟ για την υφαλοκρηπίδα μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της Ελλάδος δεν έχουν κάποια βάση στο Διεθνές Δίκαιο. Οι ισχυρισμοί αυτοί βασικά εκφράζονταν κατά τις ενέργειες της Ελλάδος σε διμερές επίπεδο και δίδονταν από τη χώρα μας οι απαιτούμενες απαντήσεις. Αυτή τη φορά θα πραγματοποιηθούν ανάλογα βήματα από πλευράς μας και στο επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών».
Εξάλλου, το τουρκικό ΥΠΕΞ σημειώνει ότι «οι άδειες που έδωσε η Τουρκία από το 2007 μέχρι τώρα στην κρατική εταιρεία πετρελαίου (ΤΡΑΟ) είναι εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο και υπάρχουν κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας για έρευνα και εξόρυξη φυσικών πηγών στους τομείς αυτούς».
Και η ανακοίνωση καταλήγει: «Η Τουρκία θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα δικαιώματά της αυτά που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο. Ενώ γίνονται τα απαιτούμενα βήματα για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων θα συνεχιστεί η συμπεριφορά μας για τη συνέχιση της ανάπτυξης των σχέσεών μας με την Ελλάδα και το να ωφελούμαστε από τους διαύλους διαλόγου που δημιουργήθηκαν με σκοπό την επίλυση των προβλημάτων».
Υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στη ρηματική του διακοίνωση προς τον ΟΗΕ διατύπωσε σαφείς θέσεις οι οποίες στηρίζονται στη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας που έχουν κυρώσει 162 χώρες μέλη του ΟΗΕ, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η Τουρκία.
Από τη δική του πλευρά ο εκπρόσωπος Τύπου του ελληνικού ΥΠΕΞ Γρηγόρης Δελαβέκουρας δήλωσε σήμερα ότι η διατύπωση της ρηματικής διακοίνωσης στον ΟΗΕ «είναι μία κίνηση η οποία διασφαλίζει τα συμφέροντα της Ελλάδας και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Το ισχυρότερο χαρτί που έχει η Ελλάδα είναι ότι κινείται σε απόλυτη ταύτιση με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, με το εθιμικό Δίκαιο, το οποίο πρέπει να έχει οικουμενική εφαρμογή, από όλες τις χώρες και το οποίο οφείλει να σέβεται και η Τουρκία».
Ο κ. Δελαβέκουρας, μιλώντας στη ΝΕΤ, υπογράμμισε πως «επιθυμούμε σχέσεις συνεργασίας και καλής γειτονίας με την Τουρκία και μπορούμε να πετύχουμε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Αυτή είναι η βούληση της Ελλάδας. Θα πρέπει όμως αυτές οι σχέσεις να αναπτύσσονται μέσα στο πλαίσιο που θέτει το Διεθνές Δίκαιο. Απαιτείται αμοιβαίος σεβασμός».
Τόνισε, τέλος, ότι «η Τουρκία προχώρησε στην παραχώρηση αυτών των αδειών, μέχρι στιγμής δεν έχει προχωρήσει στις ίδιες τις έρευνες και θέλω να πιστεύω ότι δεν θα το πράξει. Θέλω να πιστεύω ότι θα σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο. Από την πλευρά μας, έχουμε καταστήσει σαφές ότι αυτή η περιοχή είναι περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας, περιοχή στην οποία η Ελλάδα ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, έχει οικονομικά συμφέροντα και θα πρέπει αυτά να γίνουν σεβαστά».