O Κώστας Κούτσαρης -γνωστός σε όλους ως indictos- είναι από τη Θεσσαλονίκη. Από το Ντεπό, για να γίνω πιο ακριβής. Είχε πάντα μεγάλη τρέλα με τη μουσική, έπαιζε ντραμς, αλλά μουσικός δεν έγινε. Αυτό που κατάφερε, όμως, είναι τα τελευταία 22 χρόνια να έχει δουλέψει ως DJ στα πιο ιστορικά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης (Romance, Λούκι Λουκ, Residents, Berlin) και να αναγνωρίζεται από όλους ως ο καλύτερος DJ ανατολικά του Άινταχο, ξεσηκώνοντας τους θαμώνες των μαγαζιών, κυρίως με νησιώτικα τραγούδια (μην πας να του ζητήσεις να βάλει το ντάρι ντάρι), δηλαδή «μουσικές από τη Μεγάλη Βρετανία».
Πέρα από τη μουσική, ο indictos διαθέτει ένα από τα πιο πετυχημένα μπλογκ (http://indictos.wordpress.com), τόσο από άποψη θεματολογίας, όσο και από άποψη αριθμού επισκεπτών, στην ελληνική μπλογκόσφαιρα.
Δεν κοιμάται ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) όχι μόνο λόγω δουλειάς, αλλά μάλλον δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τον ύπνο, έτσι μπορεί να απολαύσει τα άλλα τρία πάθη του: το διάβασμα, τον κινηματογράφο και την αστρονομία.
Είναι επίσης ιδιοκτήτης-καναλάρχης του διαδικτιακού ραδιοφωνικού σταθμού www.postradio.gr, που έφτιαξε με φίλους του πριν από περίπου δύο χρόνια.
Δεν του αρέσει το καλοκαίρι και από φαγητά προτιμάει τον πατσά (http://indictos.wordpress.com/2007/10/10/patsas/).
Συναντήθηκα με τον indicto στην έδρα του, στο Ντεπό φυσικά.
Ξεκίνησες αλήθεια ως μουσικός ή είναι απλά μια φήμη που αιωρείται;
Ναι, ξεκίνησα ως μουσικός, έπαιζα ντραμς σε μια πανκ μπάντα που είχαμε φτιάξει το 1982, τους Μπέστε Σκύλοι Αλέστε. Σύμφωνα με το βιβλίο «Τα ροκ ημερολόγια», ήμασταν μέσα στις πρώτες 2-3 πανκ μπάντες της Θεσσαλονίκης, αλλά είχαμε ένα πρόβλημα. Κάναμε κυρίως live χωρίς πρόβες και δεν παίξαμε ποτέ με την ίδια σύνθεση…
Κανονική πανκ μπάντα δηλαδή.
Πρώτη συναυλία στη Φιλοσοφική με άλλες 2-3 μπάντες και στο τέλος ξύλο κανονικά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιο λόγο είχαμε γίνει γνωστοί στην Αθήνα, μάλλον είχε γίνει η φάση με κάποια κασέτα που είχε γραφτεί σε ένα live. Α, μας έγραψαν και κάτι χριστιανοί στο βιβλίο Ροκ και Σατανισμός. Έγραφαν κάτι του στυλ "μη νομίζετε ότι μόνο οι Rolling Stones είναι σατανιστές, υπάρχουν και Έλληνες, όπως οι Μπέστε Σκύλοι Αλέστε". Μεγάλες στιγμές.
Στην Αθήνα τελικά πώς πήγες;
Κατέβηκα το ’85 για κάτι συναυλίες και τελικά έκατσα 4-5 χρόνια κάνοντας απολύτως τίποτα. Κάποια στιγμή σπούδασα κάνα εξάμηνο στη Βακαλό, μετά προέκυψαν κάποια θέματα υγείας και τα παράτησα όλα.
Πώς ήταν η ζωή το ’85 στην Αθηνά για έναν Θεσσαλονικιό;
Είχε τεράστιες διαφορές. Πάντα είχε και πάντα θα έχει. Δεν υπάρχει κάτι συγκρίσιμο στις δυο πόλεις. Η Αθηνά είναι μητρόπολη, αλλά ακόμα και οι γειτονιές της παίζουν διαφορετικό ρόλο. Σε έναν βαθμό είναι σαν μικρά χωριά/κωμοπόλεις μέσα σε έναν μεγαλύτερο ιστό. Από ό,τι βλέπω κατεβαίνοντας και τώρα, στην Αθήνα οι διαφορές είναι ακόμα μεγαλύτερες, για παράδειγμα δεν υπάρχει εδώ η ξενοφοβία που υπάρχει στην Αθήνα - στη Θεσσαλονίκη, βέβαια, υπάρχει πάντα αυτό το θέμα της απόδειξης της εθνικής ταυτότητας. Για να καταλάβεις τι λέω, τα Χριστούγεννα πήγα σε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίσω με τις κόρες μου και τραγουδούσε η μπάντα του Παπαφείου το «τρίγωνα κάλαντα» μετά το «Christmas three» και καπάκι το «Μακεδονία Ξακουστή»! Άλλη μεγάλη διαφορά είναι ότι στη Σαλονίκη υπάρχουν 100 χιλιάδες και βάλε φοιτητές που αλλάζουν όλη τη φυσιογνωμία της πόλης και είναι ουσιαστικά αυτοί που στηρίζουν την όποια ροκ σκηνής της, τα τόσα πολλά μπαράκια και αυτή την «εναλλακτικότητα», μια λέξη που δεν μ’ αρέσει καθόλου. Αυτό, βέβαια, κρατάει δύο τρία χρόνια μέχρι να γνωρίσουν την πρώτη γκόμενα και να αρχίσουν τα μπουζούκια και το λουλουδικό, ή μέχρι να σφίξει τα λουριά ο μπαμπάς και να αποφασίσουν να διαβάσουν για να γυρίσουν σπίτια τους. Κάθε χρόνο βέβαια μπαίνει νέο αίμα και αυτός ο κύκλος συνεχίζεται.
Πώς βγήκε το όνομα με το οποίο σε ξέρουν όλοι, το indictos;
Παλιά είχα άλλο μπλοκ στο blogspot, το indieworld, όπου έγραφα κυρίως για μουσική indie.Tο έκλεισα τη μέρα που πέθανε ο Nicky Sudden (26/3/2006). Ήταν ο τρίτος από τους φίλους μου που πέθαναν μέσα σε ένα μήνα. Ανέβασα λοιπόν σαν τελευταίο πόστ το: «Ανοίξαμε ένα μπλογκ, ας θάψουμε 5-6» και τα παράτησα. Επέστρεψα τον Νοέμβριο του 2006 στη wordpress με το Indiblog (κάθε Νοέμβριο ανοίγω μπλοκ).
Γιατί, για να κράζεις το φεστιβάλ;
(Γελάει). Ναι, για να κράξω. Κατά λάθος, λοιπόν, αντί για το Indieblog που ήθελα να το ονομάσω, έγραψα Indiblog, αυτό ΜΕ έδωσε την ιδέα του Ίνδικτος για nickname, γιατί αυτό ήταν το όνομα του παππού μου. Στο φινάλε δεν είναι ψευδώνυμο, είναι αληθινό όνομα και παραλίγο να με έλεγαν έτσι.
Γιατί δεν σου αρέσει το καλοκαίρι;
Γενικά δεν μ’ αρέσει, κυρίως για λόγους υγείας. Από μικρός είχα προβλήματα υγείας που το καλοκαίρι επιδεινώνονταν, αλλά και εδώ που τα λέμε, ο συνδυασμός ζέστη/υγρασία/κουνούπια/ερωτική Θεσσαλονίκη δεν με ενθουσιάζει. Σκέψου ότι το αγαπημένο μου καλοκαιρινό τραγούδι είναι των Fall, το «British people die in hot weather (and they don’t know it)». Οι Fall έχουν ένα τραγούδι για τα πάντα ξέρεις…
Πώς απαντάς σε κάποιον που έρχεται και ζητάει παραγγελία Doors όταν παίζεις μουσική;
Παραγγελία Doors είναι μεγάλο θέμα. Τώρα έχει γίνει αστείο, έρχονται όλοι και μου ζητάνε Doors για πλάκα γιατί περιμένουν να τσαντιστώ, αλλά έχουν κάνα δυο χρόνια να μου ζητήσουν. Έχω αλλάξει, σε σχέση με παλιά πάντως. Οι DJ νομίζουν ότι διδάσκουν μουσική, παίρνουν το ύφος του καρδινάλιου και αρνούνται να παίξουν κάτι άλλο από αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Έχω περάσει και εγώ για χρόνια από αυτήν τη φάση και απλά λέω ότι είναι βλακεία. Αυτό που με στεναχωρεί είναι οι άσχετες παραγγελιές, γιατί δείχνουν ότι ο άλλος δεν ακούει αυτά που παίζω, ήρθε προχθές κάποιος και μου ζήτησε Bon Jovi.
Ε, τι να σε ζητήσει ο άνθρωπος; Οι Bon Jovi είναι επίκαιροι, έρχονται και για live φέτος.
Αν με αυτά που άκουγε να παίζω τόσες ώρες κατάλαβε ότι θα έπαιζα Bon Jovi, άστα να πάνε.
Γιατί βγήκες από την λίστα προτεινόμενων Θεσσαλονικέων προσωπικοτήτων που δημοσιεύουν κάθε χρόνο η Αthens Voice και η Lifo;
(γέλια) Και η f.a.q.
Οπ, δεν το ήξερα αυτό.
Η faq με έβαλε στο νούμερο 100! Tελευταία προσωπικότητα της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και έκλεισε. Ας πρόσεχαν (γέλια).
Σε τι θέση σπουδαιότητας σε είχαν κατατάξει;
Φαντάζομαι ότι με έβαλαν μια χρόνια και δεν με έβαλαν την επόμενη χωρίς κάποιο λόγο, no reason. Έχω αρκετούς φίλους που δουλεύουν σε έντυπα, περιοδικά και free press και εκεί που ετοίμαζαν το αφιέρωμα για τη Θεσσαλονίκη, εκεί λίγο πριν το φεστιβάλ, ξέρεις, πού να φας καλή μπουγάτσα και τέτοια, πέταξε κάποιος την ιδέα να βάλουν και μένα. Γενικά, εντάξει, είμαι 30 χρόνια στη νύχτα, κάποιοι με εκτιμούν, πέρα από την πλάκα που κάνουμε. Δεν το έχω διαβάσει κιόλας να σου πω την αλήθεια, θέση σαράντα με είχαν βάλει, καλά είναι (γελάει).
Γιατί κράζεις αυτούς που έρχονται από Αθηνά για το φεστιβάλ κινηματογράφου και τους αποκαλείς «κασκολάκηδες»;
Κάθε χρόνο πριν το φεστιβάλ η Θεσσαλονίκη γίνεται τρέντι, κάνουν κάτι αφιερώματα να γεμίσουν σελίδες. Κασκολάκηδες δεν τους λέω ποτέ, δεν μ’ αρέσει η λέξη. Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, πάνκηδες, μαζευόμασταν έξω από το Ντόρε -παλιά το φεστιβάλ γινόταν Οκτώβριο- και φαντάσου να βλέπεις να σκάνε ξαφνικά αυτοί από το φεστιβάλ δίπλα, με τα κασκόλ, τα φουλάρια και τα μπερεδάκια, οι οποίοι ήταν κατά βάση κρατικοδίαιτοι και υπήρχε μάλλον μια αθώα κόντρα πλατείας. Γενικά, ακόμα και σήμερα, μου φαίνεται αστείο όλο αυτό το dress code των φεστιβαλικών τύπων.
Θυμάμαι ήμουν κάποια φορά σε ένα μπαρ, σκάσανε κάτι τέτοιοι περίεργοι μετά από μια προβολή, πήγαν κατευθείαν στον Do, του είπαν να χαμηλώσει τη μουσική -μάλλον για να αναλύσουν την ταινία- και παράγγειλαν και οι 10 τσάι. Mου φάνηκε αστείο.
Είναι αυτή η διανόηση που έχει εξαφανιστεί αυτές της μέρες και αμφιβάλλω και αν τους ξαναδούμε προς τα δω τις μέρες του φεστιβάλ.
Εξαφανίστηκαν γιατί τελείωσε το κρατικό χρήμα, λέμε.
Ανα γεια σου. Kαλά, υπάρχει και η άποψη ότι εκεί που τα τρώνε όλοι, ας τα φάει κι ο πολιτισμός. Αλλά δεν βλέπω και καμία υπερπαραγωγή πολιτισμού.
Τι διαφορές βρίσκεις στη νύχτα της Θεσσαλονίκης σαν άνθρωπος που δουλεύει σ’ αυτήν τις τέσσερις δεκαετίες ’80s ’90s ’00s και ’10s;
Η πτώση της νύχτας από το ’93 και μετά είναι ραγδαία. Ειδικά για τον χώρο που κινούμαι εγώ, του ανεξάρτητου ροκ. Ως DJ, να σου πω, θεωρώ καθοριστικό το ’93, γιατί τότε άρχισαν τα μαγαζιά να αγοράζουν CD player. Μέχρι τότε δεν υπήρχε μαγαζί με CD. Υπήρχαν βινύλια. Κουβαλούσε ο DJ τους δίσκους του (που τους πονούσε γιατί τους είχε χρυσοπληρώσει) και έτσι ο DJ ήταν DJ. Έπαιζες και ερχόντουσαν να σε ακούσουν άλλοι δέκα, τουλάχιστον, συνάδελφοι. Μαθαίναμε ότι κάποιος πήρε έναν δίσκο και πηγαίναμε να τον ακούσουμε, να δούμε αν μας αρέσει και αν θα τον αγοράσουμε.
Από το ’93 και μετά άλλαξε και όλη η μουσική βιομηχανία.
Ειδικά από το ’98-99 και μετά, που άρχισαν τα download και έγινε ο καθένας DJ. Το να ακούει ο καθένας διάφορα δεν είναι κακό, αλλά έχουμε φτάσει στο σημείο να πηγαίνουν να παίζουν ακόμα και τσάμπα για να κάνουν το κομμάτι τους. Τα τελευταία χρόνια τα μαγαζιά έχουν κάθε μέρα και άλλον DJ. Μια μέρα ένα μαγαζί παίζει γκαράζ και την άλλη χιπ χοπ. Έτσι δεν μπορεί να γίνει ένα μαγαζί στέκι. Επίσης, με την απαγόρευση του τσιγάρου διαλύθηκαν τα μαγαζιά, άρχισαν να κάθονται όλοι έξω, οπότε το ντιτζεϊλίκι, ειδικά τις καθημερινές, το ανέλαβε το... laptop.
Ηλικιακά ποιοι έρχονται να ακούσουν τις μουσικές που παίζεις; Έρχονται νέοι άνθρωποι, φοιτητές, ή βλέπεις να μειώνεται ο αριθμός τους λόγω κρίσης; Ενδεχομένως να έκοψαν τα μπαρ και να την πέφτουν στα πάρκα ή στα σπίτια με μπύρες…
Η διασκέδαση είναι πλέον πολύ ακριβή. Δεν είναι μόνο τα ποτά, είναι και τι θα φας και τα ταξί. Δύσκολα πλέον πειραματίζεται ο άλλος. Παλιά πήγαινες σε ένα μπαρ, δεν σου άρεσε, πήγαινες δίπλα. Αυτό πλέον δεν παίζει με τίποτα. Αυτός που θα βγει μια φορά την εβδομάδα βγαίνει για να περάσει καλά. Να ακούσει τη μουσική που ξέρει και που του αρέσει. Σχεδόν πάντα αρέσει στον κόσμο αυτό που ξέρει, ή που είναι τρέντι, οπότε οι πειραματισμοί έχουν γίνει δύσκολοι. Η δικιά μου η γενιά μέχρι το ’85 ήταν στα πάρκα, ίσως έχουμε μια αναβίωση αυτού του φαινομένου το οποίο δεν το βρίσκω και κακό, ασχέτως που εγώ, ίσως και λόγω ηλικίας, δεν μπορώ να το κάνω.
Το αγαπημένο σου φαγητό είναι όντως ο πατσάς; Γιατί αντέδρασες στην κίνηση του Λαζάρου να σερβίρει τον πατσά σε ποτήρι του μαρτίνι;
Βασικά λατρεύω τον πατσά. Ένας λόγος που δεν μ’ αρέσει το καλοκαίρι είναι και ότι δεν μπορώ να φάω πατσά (γέλια). Βέβαια, τρώω σπάνια πια. Όλοι οι καλοί μάστορες έχουν συνταξιοδοτηθεί, τα καλά τα μαγαζιά έχουν κλείσει, αλλά μ’ αρέσει και η ατμόσφαιρα του πατσατζίδικου: πουτάνες, νταβατζήδες, ασφαλίτες, λαϊκοί άνθρωποι, μπετατζήδες πριν φύγουν για οικοδομή. Φαντάσου σε αυτό τα τάργκετ γκρουπ να σερβίρει ο μάστορας σε ποτήρι του μαρτίνι (γέλια). Δεν θέλω ούτε να το σκεφτώ. Τέλος πάντων, δοκίμασα το άλλο κόνσεπτ του Λαζάρου με τον πατσά τον τηγανιτό, αλλά ούτε κι αυτό μ' άρεσε. Σαν το αυθεντικό δεν είναι.
Ποιο είναι το ποστ με τα μεγαλύτερα νούμερα στο μπλογκ σου;
Τα ποστ που έχουν τα μεγαλύτερα χιτ είναι αυτά που έχουν λέξεις για σεξ ή φωτογραφία με καμία ωραία γκόμενα, οπότε το μεγαλύτερο ποστ σε επισκέψεις -μακράν- είναι αυτό με τη Σαράποβα και τη Βλάντιτς.
Η Σαράποβα είναι τενίστρια, η άλλη;
Κροάτισσα άλτρια του ύψους. Καλά, αυτοί μπήκαν τυχαία, εμένα μ’ αρέσουν τα σατυρικά μου ποστ. Αυτή η τριλογία για το τέλος του κόσμου είχε μεγάλη επιτυχία, φυσικά αυτό με το μούφα άρθρο του Μπαμπινιώτη. Το «Με λες» ή «μου λες»; Η δικαίωση . Ήταν μια πλάκα (όπως ξέρεις στο μπλογκ γράφω πάντα με ΜΕ και ΣΕ) αλλά οι φιλόλογοι που, ως γνωστόν, δεν τα έχουν και πολύ καλά με το χιούμορ, το πήραν σοβαρά και έγινε χαμός. Ένα που είχα γράψει για τη φύση (http://indictos.wordpress.com/2008/06/26/nikiti1) επίσης είχε μεγάλη επιτυχία.
Ποιο, αυτό που πας εκδρομή στη Χαλκιδική και σε τσιμπάνε μέλισσες, σου ρίχνουν μπαλάκια του τένις στο κεφάλι οι ρακετ-μπόυς και τέτοια;
Ναι (γελάει), όλα σε μένα τυχαίνουν.
Γιατί σε λένε γκρινιάρη οι αναγνώστες του μπλογκ;
Πίστεψέ με, είμαι πολύ περισσότερο γκρινιάρης στην πραγματική ζωή, Εκτός μπλογκ, όλοι οι φίλοι μου αυτό λένε και μάλλον έχουν δίκιο.
Σε έχουν βρίσει για κάποιο ποστ;
Μέσα στο μπλογκ διάφοροι, αλλά ΟΚ. Συμβαίνουν αυτά, όταν κάποιος είναι κρυμμένος πίσω από μια οθόνη πιστεύει ότι είναι θεός. Στην πραγματική ζωή είναι το πρόβλημα. Για παράδειγμα, ήρθε ένας στο μαγαζί που έπαιζα, τρελαμένος γιατί είχα γράψει κακή κριτική στο μπλογκ για το τελευταίο άλμπουμ των Bauhaus. Ήταν έτοιμος για ξύλο κανονικά. Δεν το κατάλαβα με τη μία, πραγματικά μου φαινόταν απίστευτο, αλλά το κατάλαβαν οι φίλοι του και τον πήραν έξω!
Πες μου τους 5 αγαπημένους σου δίσκους όλων των εποχών.
Έχω 3 δίσκους που είναι αδιαπραγμάτευτοι: Η μπανάνα των Velvet Underground, το πρώτο των Clash και το The Painted Word των Television Personalities. Αυτοί οι τρεις, χωρίς αξιολογική σειρά. Δεν ξέρω ποιος είναι πρώτος, δεύτερος, αλλά είναι δίσκοι που μου άλλαξαν την ζωή. Οι πιο πολλοί DJ λένε ότι άκουγαν πολύ ψαγμένα πράγματα στα νιάτα τους. Εγώ μέχρι τα 11 άκουγα Αbba και είχα πάει στο live της Rafaella Cara στο Αλεξάνδρειο. Τι να κάνουμε, με αυτά μεγάλωσα. Και με καρέκλα, Boney M, Sheila E, Devosion, τέτοια. Μέχρι να ακούσω τον πρώτο δίσκο των Clash. Γύρω στα 11, επειδή έκανα παρέα και με μεγαλύτερους, κάποιος μου πάσαρε τους Clash και μου άλλαξε τη ζωή. Και το The Painted Word των Television Personalities το βάζω ακόμα και τώρα και με πιάνουν τα κλάματα. Είναι συγκλονιστικός δίσκος. Το Screamadelica επίσης, των Primal Scream, εκπληκτικός δίσκος. To Torment and Torreros του Marc Almond, το Peter Pan Hits The Suburbs των Astronauts, που ξαναπήρα πρόσφατα σε πράσινο βινύλιο (100 κομμάτια παγκοσμίως, λέμε), έχω καμιά εικοσαριά κορυφαίους δίσκους τελικά.
Υπάρχει περίπτωση στην εποχή του mp3 να βάλεις ένα βινύλιο από τη συλλογή σου και να το ακούσεις;
Κοίτα, μη φανταστείς ότι έχω κάποια πολύ αξιόλογη συλλογή δίσκων. Κάποια στιγμή είχα, αλλά αναγκάστηκα να πουλήσω αρκετούς, άλλους μου τους κλέψανε, αλλά γενικά δεν με αρέσει το συναισθηματικό δέσιμο με αντικείμενα, έστω και με δίσκους. Δεν θέλω να είμαι τα πράγματα μου, θέλω να είμαι εγώ. Αυτό το έλεγα και πριν, αλλά από τότε που έγινα πατέρας, το λέω ακόμα πιο έντονα. Και τώρα, πάντως, όταν αγοράζω κάτι, το αγοράζω σε βινύλιο, όπως τον τελευταίο δίσκο των MGMT που μου άρεσε και παρά πολύ.
Τα πέντε καλύτερα live που έχεις δει;
Χάρηκα που είδα τους Clash στο Rock in Athens το 1985, δεν ήταν καλή συναυλία, χωρίς Mick Jones και Topper, αλλά χάρηκα που τους είδα. Tων Bauhaus στο Σπόρτιγκ το ’83, επίσης εμπειρία τρελή. Πιo πρόσφατα, Zounds στα πανεπιστήμια. Βασικά λόγω της βραδινής δουλειάς έχασα πολλά λάιβ, έχασα τους Pixies στη Θεσσαλονίκη το ’87 η ’88 -δεν θυμάμαι κιόλας- και φυσικά χάρηκα για όλα τα live που είδα: του Nicky Sudden, την πρώτη συναυλία των Television Personalities στο Mad στη Συγγρού με Mushrooms και Anti Tropau Council.
Για πες λίγο για το Rock in Athens.
Απίστευτη ταλαιπωρία θυμάμαι. Απίστευτη όμως. Μπαίναμε μέσα στη 1.30 το μεσημέρι και για να δεις 4 μπάντες έφτανε ως τις εντεκάμισι-δώδεκα το βράδυ. Ανάμεσα στα γκρουπ, έπαιζε μια διαφήμιση μιας κολόνιας μέχρι και 100 φορές. Τα νεύρα τσατάλια. Μάπα και οι Stranglers, καταπληκτικοί οι Cure. O Robert Smith έπαιξε ένα πεντάλεπτο σολάκι στο Forest, τύπου Velvet.
Και καλά, πώς τη βγάζατε, νερά, φαγητά;
Δεν είχε τίποτα, αφού να φανταστείς το εισιτήριο είχε 2.000 δρχ. Και πουλούσαν τις coca cola ζεστές, εν μέσω καύσωνα, 500 δρχ. το μεγάλο μπουκάλι!
Για φέρε τα ποσά στην εποχή του euro.
Είχα 5.000 δρχ. όταν κατέβηκα, έδωσα 2.000 για τη συναυλία και με τα υπόλοιπα 3 χιλιάρικα πέρασα 10 μέρες στην Ίο. Ήταν απίστευτα τότε, στα 100 άτομα τα 80 είχαν λωρίδες, το ποτό 70 δρχ και το κρεβάτι 150! Σπάνια βέβαια κοιμόμασταν σε κρεβάτι. Όταν πήγα πρώτη φορά στην Ίο το ’82 είπα ότι θέλω να πεθάνω εδώ, πράγμα που ήταν πολύ εύκολο τότε (γέλια).
Πώς ήταν η ζωή στο Λονδίνο στις αρχές των ’80s και τι γύρευες εσύ εκεί;
Ό,τι και να γύρευα δεν είχε σημασία σε σχέση με αυτά που βρήκα. Βρέθηκα εκεί σε μια τρελή περίοδο. Μετα-punk, Falkland war, Royal Wedding. Πήγα στο Λονδίνο το 1981, 2 μήνες μετά τα επεισόδια στο Brixton. Mεγάλωσα με το Ghost Town και το Guns of Brixton και το έβλεπα μπροστά μου. Αυτό που τραγουδούσαν οι Specials πριν από 30 χρόνια είναι αυτό που ζούμε στην Ελλάδα σήμερα. Έβλεπα όλη αυτή την οργή στα πρόσωπα των ανθρώπων εκεί.
Το πιο παράξενο κομμάτι που σου έχουν ζητήσει να παίξεις;
Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο έντονα. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς σε κάποιο μαγαζί, τελειώνω το σετ με Μonty Ρythons, Αlways look at the bright side of life, αφήνω κενό για να καταλάβουν ότι τελειώσαμε και έχω ετοιμάσει για μένα το «Enjoy Yourself (Reprise)» από τους Specials. Σε κάποια στιγμή έρχεται ένα παλικάρι να ζητήσει κάποιο κομμάτι, του λέω ότι κλείσαμε και μου λέει ΟΚ, δεν πειράζει θα σου πω τι ήθελα για κάποια άλλη φορά και ήθελε το κομμάτι που είχα ετοιμάσει. Απίστευτο! Από ένα εκατομμύριο τραγούδια ζήτησε κάποιος αυτό που είχα στο μυαλό μου. Δυνατή στιγμή, απ’ αυτές που χαίρεσαι που είσαι DJ.
Γιατί πρωτοστάτησες στην κίνηση να μετονομαστεί το αεροδρόμιο του Μanchester σε αεροδρόμιο Μark E Smith;
Έχω μεγάλη τρέλα με τους Fall, ME αρέσουν πάρα πολύ, τους έχω δει 5-6 φορές live, έχω καμιά εικοσαριά δίσκους τους. Ακόμα πιο πολύ γουστάρω τον Mark E Smith. Είναι στην κοσμάρα του, είναι ιδιότροπος, ψυχάκιας, αλλά γράφει καταπληκτική μουσική, απίστευτους στίχους και δίνει εξαιρετικές συνεντεύξεις, κυρίως επειδή όπως και στα τραγούδια του σπάνια καταλαβαίνεις τους συνειρμούς του. Θεός! Κατά τα άλλα, μόλις είδα το group για το αεροδρόμιο γέλασα. Πώς δηλαδή οι άλλοι έχουν JFK; Αδικία. Στηρίζω λοιπόν το γκρουπ του facebook που επιμένει στη μετονομασία του αεροδρομίου του Manchester σε Μark Ε Smith airport.
Γιατί δεν κάνεις συχνά εκπομπές στο post radio;
Το ραδιόφωνο δεν το ερωτεύτηκα ποτέ ,αν και ήμουν ραδιοφωνικός πειρατής στα ’80s. Δεν ξέρω, ρε φίλε, θέλω να βλέπω αντιδράσεις όταν βάζω μουσική. Θέλω να βλέπω κεφάλια να κουνιούνται. Η ιδέα του να παίζω μουσική, να βγάζω εσώψυχα (και πάντα βγάζω εσώψυχα, όταν σταματήσω να βγάζω θα σταματήσω... γενικώς) και ο άλλος να «καθαρίζει φρέσκα φασολάκια», που λέει κι ο ποιητής, με τρελαίνει.
Τι δεν κατάφερες να κανείς ακόμα στη ζωή σου; Κάποιο όνειρο που παραμένει όνειρο;
Δεν έχω όνειρα. Δεν είχα ποτέ. Ίσως επειδή από πολύ μικρός αντιμετώπισα σοβαρά προβλήματα υγείας και κατάλαβα τη γελοιότητα της φράσης «τα λέμε αύριο». «Now, only sorrow, no tomorrow» που έλεγε και ο Ferry. ΟΚ, ας το κόψουμε πριν να το βαρύνουμε κι άλλο.