Χρειάστηκε να περάσουν εκατόν πενήντα ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψει η σορός της άτυχης Τζούλια Παστράνα στην πατρίδα της, Σιναλόα ντε Λέιβα στο Μεξικό, και να κλείσει ένα από τα τελευταία κεφάλαια μιας αμαρτωλής εποχής όπου η όποια διαφορετικότητα αντιμετωπιζόταν σαν ατραξιόν και μέσο χρηματισμού των απανταχού επιτήδειων.
Η Τζούλια Παστράνα, ιθαγενής από το Μεξικό, έμεινε γνωστή με διάφορα προσωνύμια όπως «η γυναίκα με το μούσι και τις τρίχες» ή «γυναίκα-πίθηκος» ή «γυναίκα-ουρακοτάνγκος» και «γυναίκα-αρκούδα» μπορεί να έχει πεθάνει από το 1860, ωστόσο, η ιδιαιτερότητά της την καταδίκασε να διαπομπεύεται και μετά θάνατον.
Τελικά την Τρίτη ενταφιάστηκε με ειδικές τιμές στον τόπο καταγωγής της με έξοδα της κοινότητας Σιναλόα, κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο μια αναγνώριση και μια τυπική «συγγνώμη» από τη διεθνή κοινότητα.
Η συγκλονιστική της ιστορία
Γεννήθηκε το 1834 στο Μεξικό εντός μια περιοχής όπου κατοικούσαν ιθαγενείς και η ασθένεια της με την ονομασία «hypertrichosis» (υπερτρίχωση) την έκανε γρήγορα γνωστή. Η έντονη τριχοφυΐα που κάλυπτε όλο το πρόσωπό της σε συνδυασμό με την ουλική δυσπλασία (ασθένεια που δεν είχε ακόμη διαγνωσθεί στην εποχή της) και το πολύ χαμηλό ύψος της την έκαναν να μοιάζει με μια περίεργη διασταύρωση ανθρώπου με ουρακοτάνγκο κάτι που καθόρισε την τραγική της μοίρα.
Αποτέλεσε από πολύ μικρή ατραξιόν με διάφορους «επιστήμονες» της εποχής να διαβεβαιώνουν ότι πρόκεται είτε για καρπό επαφής ανρθώπου με ουρακοτάγνκο είτε ακόμη και για διαφορετικό εντελώς είδος.
Σύντομα εμφανίστηκε στη ζωή της ο Θίοντορ Λεντι ο οποίος την αγόρασε, πιθανότατα από τη μητέρα της, της έμαθε να χορεύει και να παίζει μουσική και την έκανε ατραξιόν σε τσίρκο ταξιδεύοντας σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Μάλιστα οι δυο τους παντρεύτηκαν και σύντομα η Τζούλια έμεινε έγκυος. Γέννησε ένα κορίτσι το οποίο έφερε τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά δεν κατάφερε να επιβιώσει και πέθανε μόλις τριών ημερών με την μητέρα του να χάνει τη μάχη για τη ζωή λίγες ημέρες μετά εξαιτίας επιπλοκών μετά τον τοκετό.
Ο Λεντ, πάντως, δεν σταμάτησε την περιοδεία του, ζήτησε από τον καθηγητή Σουκόλοφ του Πανεπιστημίου της Μόσχας να ταριχεύσει εκείνη και το μωρό της και τις χρησιμοποίησε σαν εκθέματα μέσα σε ένα γυάλινο κουτί.
Αργότερα, μάλιστα, γνώρισε μια άλλη γυναίκα με παρόμοια χαρακτηριστικά με την Τζούλια, την βάπτισε Ζενόρα Παστράνα και έγινε ζάπλουτος από την εκμετάλλευσή της προτού πεθάνει σε άσυλο ανιάτων το 1884.
Τα μουμιοποιημένα σώματα της Τζούλια και της κόρης της χάνονται στο σκοτάδι και επανεμφανίζονται στη Νορβηγία το 1921 όπου συνέχισαν να εκτίθενται μέχρι το 1970, όταν ξέσπασε θύελλα διαμαρτυριών και αποσύρθηκαν από την κοινή θέα.
Λίγα χρόνια μετά, το 1976 βάνδαλοι εισέβαλαν στο χώρο όπου φυλάσσονταν, ακρωτηρίασαν τη σορό του μωρού με ότι απέμεινε από αυτό να το τρώνε τα ποντίκια.
Το 1979 η μούμια της Τζούλιας εκλάπη ξανά, αλλά οι αρχές την εντόπισαν πεταμένη κάπου και αποφασίστηκε να φυλαχτεί στο Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο του Οσλο, όπου παρέμεινε μέχρι πρόσφατα σαν δείγμα για τους επιστήμονες.
Τελικά, το μακρύ ταξίδι της Τζούλιας έφτασε στο τέλος του την Τρίτη, όπου, έπειτα από διακρατική συμφωνία το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Μεξικό και κηδεύθηκε στη γενέτειρά της.