Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Μπορείς να κλάψεις μέσα στο νερό;» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης περιγράφει την παθογένεια μιας ελληνικής αστικής οικογένειας του σήμερα.
Ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του in2life αναφέρει:
«Η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας δεν γεννήθηκε σήμερα. Απλώς τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Η ελληνική οικογένεια έχει εξελιχθεί σε κάτι τερατώδες, σε έναν τοξικό οργανισμό που καταπίνει τα μέλη της, τα ευνουχίζει, τους δημιουργεί φανταστικές ελπίδες. Βασική ένοχος είναι η μάνα, και βασικό θύμα το παιδί, το οποίο καθίσταται σχεδόν αυτιστικό, υποταγμένο.
Δεν υπάρχει πλέον το φυσιολογικό δόσιμο της σκυτάλης από την μία γενιά στην άλλη. Και οι γονείς υπέφεραν πολύ όσο μεγάλωναν, γι' αυτό ίσως τώρα δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν την οικογένεια. Υπάρχει μια τοξική υπερπροστατευτικότητα – νομίζουν πως έτσι οι γονείς βοηθούν τα παιδιά τους, τα οποία όμως σήμερα, πέραν της απίστευτης αμορφωσιάς, πέραν της σύγχυσης ρόλων που βιώνουν, φοβούνται να ερωτευτούν ή να πάρουν ευθύνες, καταλήγουν με τραυματισμένη σεξουαλικότητα, με εξαρτήσεις, ή από την άλλη, περνούν σε ακραίες συμπεριφορές – η κόρη της ιστορίας για παράδειγμα έχει χτίσει έναν ιδεατό κόσμο πίσω από την πόρτα του δωματίου της, έξω από τον οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αυτή είναι η κακοδαιμονία της ελληνικής φυλής».
Ο Αλέξης Σταμάτης ασχολείται και με την διδασκαλία δημιουργικής γραφής – σε λίγο καιρό μάλιστα αρχίζει ένα νέο κύκλο μαθημάτων στο Κολλέγιο Αθηνών-Ψυχικού.
«Αυτό που λέω στους μαθητές μου την πρώτη ημέρα που συναντιόμαστε είναι «Καλημέρα παιδιά, τώρα θα διδαχθείτε κάτι που δεν διδάσκεται!» αναφέρει.
«Ο «μαθητής» δημιουργικής γραφής ασκείται, γράφει, διαβάζει και μαθαίνει όσα έχουν κωδικοποιηθεί στον κόσμο της λογοτεχνίας, κι αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο – άλλωστε η αφήγηση δεν ξεκίνησε με τον Γουτεμβέργιο, η ανάγκη του ανθρώπου να λέει και να ακούει ιστορίες ξεκίνησε από τα σπήλαια, είναι κάτι πανάρχαιο. Είναι μια υγιής ανθρώπινη διαδικασία, και στόχος των μαθημάτων είναι να βρει ο κάθε συγγραφέας την δική του φωνή. Θέλουμε ο νέος συγγραφέας να βρίσκει την δική του «προσωπικότητα», και όχι όπως στην Αμερική, να του βάζουν το software και να παράγει έτοιμα βιβλία».
Για το λουκέτο στο ΕΚΕΒΙ σημειώνει:
«Έχω μείνει ενεός. Εν μια νυκτί έπεσε γκιλοτίνα σε έναν ολόκληρο οργανισμό. Ό,τι προβλήματα και να έχει αυτός, τα αντιμετωπίζεις, δεν περνάς στο άλλο άκρο και τον κλείνεις. Έχω να σας πω ότι οι συνάδελφοί μου από το εξωτερικό έμειναν με το στόμα ανοιχτό, λένε πως αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στην Ζιμπάμπουε. Οι άνθρωποι του ΕΚΕΒΙ ήταν δικτυωμένοι με τα μεγαλύτερα φεστιβάλ και με ολόκληρο το εκδοτικό γίγνεσθαι του πλανήτη – τώρα δεν υπάρχει καν κρατική πολιτική για το βιβλίο.
Η λογική είναι να αναλάβει το ίδιο το υπουργείο την χάραξή της, αλλά έχοντας επισκεφθεί το υπουργείο, γνωρίζω πως δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένας υπουργός Πολιτισμού να μην έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό. Ας το πάρουμε από την ανάποδη: Φανταστείτε έναν επιτυχημένο στον χώρο του σκηνοθέτη, τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για παράδειγμα, να τον έπαιρναν και να τον έκαναν υπουργό Οικονομικών. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με αυτό του Πολιτισμού. Περισσεύει πάντα στην γωνία, και πάνω στην χαρτοπαιξία, στο μοίρασμα των υπουργείων, μένει το υπουργείο Πολιτισμού στο τέλος σαν τον τζόκερ – ή μάλλον σαν το ανάποδο του τζόκερ».