Λίγο πριν τις εκλογές του 1977 ο Ανδρέας Παπανδρέου δημοσίευσε στην Le Monde Diplomatique μια συνοπτική καταγραφή, για το γαλλικό κοινό, του σκεπτικού και των θέσεων του τόσο για την ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας ως αναπτυσσόμενης χώρας όσο και για την αντίθεσή του στην ένταξη στην τότε ΕΟΚ.
Κοιτάζοντας εκ των υστέρων το κείμενο και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, όσο κι αν οι όροι άλλαξαν, η ανάλυση παραμένει αρκετά έγκυρη, καταδεικνύοντας την αξιοπιστία των μετα-μαρξικών εργαλείων που ως οικονομολόγος χρησιμοποιούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου:
«Η πιο βάναυση μορφή εξάρτησης είναι εκείνη που θεμελιώνεται επάνω στην άμεση πολιτικο-στρατιωτική επέμβαση, δηλαδή στη χρήση των μηχανισμών εξαναγκασμού που λίγο - πολύ ταυτίζονται με το κράτος. Στην εποχή μας, αυτή η μορφή εξάρτησης είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατία, αλλά όχι μόνο με αυτήν. Τα καθεστώτα που επιβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Νότια Κορέα και, για ένα διάστημα, στην Ινδοκίνα, αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις του « κράτους-πελάτη » που εγκαθίδρυσαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
Για τους Αμερικανούς, η Ελλάδα αποτέλεσε την πρώτη εμπειρία « βιετναμικού » τύπου. Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, αναδιοργάνωσαν τον μηχανισμό του ελληνικού κράτους, και πιο συγκεκριμένα των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών. Οι τελευταίες μετασχηματίστηκαν σε παράρτημα της CIA, την ίδια στιγμή που η αμερικανική στρατιωτική αποστολή ασκούσε απόλυτο έλεγχο στη δομή και τη λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων, γαλουχημένων με την τυφλή αφοσίωση στον ατλαντισμό και τον φόβο του « κομμουνιστικού κινδύνου ». Οι Αμερικανοί συνέπηξαν άμεσους δεσμούς με το παλάτι και τη Δεξιά, την προέκτασή του στον ελληνικό πολιτικό κόσμο. Επέκτειναν τον έλεγχό τους στα συνδικάτα, στο τραπεζικό σύστημα, έως και στις πολιτιστικές και επιστημονικές δραστηριότητες της χώρας μας. Η μεταπολεμική Ελλάδα « ανασυγκροτήθηκε » με έναν ελεγχόμενο και διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό και με τη δραστηριοποίηση επενδύσεων κατευθυνόμενων από αμερικανικές τράπεζες και οργανισμούς οικονομικής βοήθειας.
Έτσι, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960, η Ελλάδα ήταν έτοιμη να ανοίξει τα σύνορά της στην εισβολή των κεφαλαίων των πολυεθνικών, να προσδεθεί στο άρμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), να μετασχηματιστεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και σε πυρηνικό οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κατάληψη του ελληνικού χώρου από τις Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιήθηκε σε στάδια : πρώτα μέσω της επέμβασης της πολιτικο-στρατιωτικής υπερδομής (του μηχανισμού εξαναγκασμού), στη συνέχεια, και σχεδόν παράλληλα, μέσω της επιβολής, στη διαδικασία της κεφαλαιακής συσσώρευσης, ενός ελέγχου που στόχο είχε να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για σίγουρες και αποδοτικές επενδύσεις και, τέλος, μέσω της εισβολής, μετά το 1960, των πολυεθνικών, που προσέδωσαν στην ανάπτυξη της χώρας μας τα δομικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας περιφερειακού καπιταλισμού.
Η κοινωνική και οικονομική διάρθρωση της Ελλάδας διαθέτει όλα τα στοιχεία ενός περιφερειακού καπιταλιστικού σχηματισμού. Σε πολλούς τομείς της ελληνικής οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, βιοτεχνία, μικρεμπόριο κ.λπ.), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν εξαφάνισε τις προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Η δομική συνθήκη του εσωτερικού εμπορίου (εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων έναντι εξαγωγών αγροτικών προϊόντων) για τους αγρότες αποτελεί συνθήκη λεηλασίας : με αυτόν τον τρόπο παράγεται στο εσωτερικό της χώρας μια μεγάλης κλίμακας πρωτογενής συσσώρευση κεφαλαίου. Το εξωτερικό εμπόριο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της « άνισης ανταλλαγής [1] » και διευκολύνει τη φυγή του κοινωνικού πλεονάσματος προς τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Με την επέκταση των μονοπωλιακών πολυεθνικών γιγάντων, η φυγή του κοινωνικού πλεονάσματος γίνεται όλο και περισσότερο μέσω των μηχανισμών που αυτές οι πολυεθνικές εταιρείες διαθέτουν σε παγκόσμια κλίμακα. [...]
Παράλληλα με την πολιτικο-στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ σε διακρατικό επίπεδο, αναπτύσσεται εκ μέρους του πολυεθνικού κεφαλαίου ένας άμεσος και αποφασιστικός έλεγχος πάνω στην κυβέρνηση και τους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, προκειμένου να διαμορφωθούν θεσμοί που θα εκχωρούν στο ξένο κεφάλαιο κυρίαρχη θέση έναντι του αναιμικού εταίρου του, του ελληνικού κεφαλαίου
. Οι κανόνες χρηματοδότησης, οι επιλογές στον οικονομικό σχεδιασμό, ο συνδικαλισμός, η εκπαίδευση, ακόμη και οι πολιτιστικές δομές που εγκαθιδρύει η ελληνική κυβέρνηση έχουν ως στόχο την ενσωμάτωση της χώρας στη σφαίρα επιρροής του παγκόσμιου καπιταλισμού, διατηρώντας ταυτόχρονα τον περιφερειακό χαρακτήρα της. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία πρέπει να εξετάζεται η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. [...]
Η ΕΟΚ χαρακτηρίζεται από τρία θεμελιακά γνωρίσματα : την τελωνειακή ένωση, την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και την ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού. Η έλλειψη κοινής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε τελική ανάλυση σημαίνει την απουσία ελέγχου, εντός του πλαισίου της ΕΟΚ, για το μονοπωλιακό κεφάλαιο, που αποτελεί ένα κεφάλαιο ελεγχόμενο κατά πρώτον από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά δεύτερον από τη Δυτική Γερμανία. Το πρόβλημα αυτό δεν θα επιλυθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αντιθέτως, το τελευταίο θα μετατραπεί σε μηχανισμό ελέγχου της Δυτικής Ευρώπης, έναν μηχανισμό στα χέρια των ΗΠΑ και της Δυτικής Γερμανίας. Η ΕΟΚ, στις παρούσες συνθήκες, είναι η ΕΟΚ του μονοπωλιακού κεφαλαίου, είναι ο μηχανισμός εμπέδωσης της κυριαρχίας του αμερικανο-γερμανικού καπιταλισμού στην Ευρώπη.
Αρκετά πριν από τους νεομαρξιστές, ο Γκούναρ Μύρνταλ [2] είχε υποστηρίξει τη θέση σύμφωνα με την οποία, αν μια σχετικά υπανάπτυκτη χώρα συνδεθεί, μέσα στο πλαίσιο μιας οικονομικής κοινότητας, με μια σχετικά αναπτυγμένη χώρα, τότε η μεταξύ τους οικονομική απόσταση θα μεγαλώσει –δηλαδή η προσχώρηση θα λειτουργήσει αρνητικά για τη σχετικά μη αναπτυγμένη χώρα. Κάτι που σίγουρα θα ισχύσει για την Ελλάδα αν ενταχθεί στην ΕΟΚ.
Notes
[1] (ΣτΜ) : Αναφέρεται στην ευρύτατα συζητημένη κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 θεωρία του Αργύρη Εμμανουήλ (Πάτρα 1911 – Παρίσι 2001), μαρξικού οικονομολόγου που ασχολήθηκε με τις ανισότητες στη διεθνή οικονομική ανάπτυξη από τη σκοπιά των αναπτυσσόμενων χωρών.
[2] (ΣτΜ) Σουηδός οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και σοσιαλδημοκράτης πολιτικός (1898-1987), βραβευμένος το 1974 με Νόμπελ Οικονομίας, από κοινού με τον Φρίντριχ Χάγιεκ. Υποστήριξε την κατάργηση του βραβείου επειδή απονεμόταν σε « αντιδραστικούς », όπως ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν.
Le Monde Diplomatique - Παπανδρέου Ανδρέας, [Κούτσης Θανάσης (μτφ)]
Πρώτη δημοσίευση : Νοέμβριος 1977. Από το DVD-ROM « Archives, 1954-2011 », www.monde-diplomatique.fr/archives