«Άσε με να είμαι ο ψυχαναλυτής που αγαπάς να μιλάς». Αυτή είναι η τελευταία φράση που είπε η Έλλη Στάη σε αυτή τη συνέντευξη για την επικαιρότητα, τη δημόσια τηλεόραση και τα πρόσωπα που ορίζουν την καθημερινότητά μας. Η συνάντηση με τη δημοσιογράφο έγινε την τέταρτη μέρα της απουσίας της από τη δημόσια τηλεόραση λόγω της γνωστής εμπλοκής με τις ανανεώσεις των συμβάσεων που έχουν αφήσει πολλούς (και το πρόγραμμα) στον αέρα – κάτι που πραγματικά τη θυμώνει.
Η Έλλη Στάη μιλά στο iefimerida.gr για τις αμφιβολίες της για τις μετρήσεις τηλεθέασης, τη συνέντευξη του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, τη συνέντευξη που έχει ζητήσει και περιμένει απάντηση, το βιβλίο που σκέπτεται να γράψει, τη βία που γεννάει βία, τη διαχείριση των καλεσμένων, τις ισορροπίες μέσα στην ΕΡΤ και μας διαβεβαιώνει «όχι, δεν θέλω να ρίξω μολότοφ στη δημόσια τηλεόραση».
Απουσιάζετε από την τηλεόραση την τελευταία εβδομάδα των καταιγιστικών εξελίξεων στο χώρο της τρομοκρατίας. Πως βλέπετε τα γεγονότα αυτά;
Είδα δυο τρομακτικές όψεις από αυτό το περιστατικό. Η μία αυτών των παιδιών που δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είναι τα παιδιά του 2008, των Δεκεμβριανών. Ήταν τόσο έντονα γεγονότα, που ήταν δεδομένο ότι θα κυοφορούσαν φαινόμενα μέσα στη νεολαία εκείνης της εποχής και σε βάθος χρόνου. Τρόμαξα όταν άκουσα ότι εικάζουν πως στον ευρύτερο χώρο των Πυρήνων είναι περίπου 1.000 τέτοια παιδιά. 1.000 παιδιά μας, παιδιά εκείνης της γενιάς που έχουν βρεθεί μέσα σε αυτή την πίεση και εκτοξεύουν όλο τους το θυμικό με βίαιο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, είδα και όλο αυτό το στραπατσάρισμα στο πρόσωπό τους, το οποίο είναι επίσης η άλλη τρομακτική πλευρά του νομίσματος, που την έχουμε ξαναδεί από την «ζαρντινιέρα». Δεν θα σπεύσω να βγάλω συμπέρασμα πότε έγιναν αυτά, έχω μια φρικτή υποψία, όμως, ότι έγιναν με βία. Αυτές οι δυο εικόνες είναι κυρίαρχες σήμερα: Η βία μιλάει στη βία. Αυτό με τρομοκρατεί. Το βλέπω ως φαύλο κύκλο -αν δεν τον σπάσουμε δεν τολμώ να σκεφθώ πού θα οδηγηθούμε.
Πιστεύετε ότι το κοινό παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον δελτία και ειδησεογραφικές εκπομπές;
Έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος παρακολουθεί τα πάντα, αλλά με έντονο σκεπτικισμό. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Εμείς πρέπει να αφήνουμε πολλά περιθώρια να σκέφτεται ο αναγνώστης ή o θεατής. Αυτός είναι ένας προσωπικός μου στόχος. Δεν θεωρώ ότι είναι το πιο ενδιαφέρον να δώσω γραμμή εγώ. Δεν την μασάει την γραμμή ο κόσμος. Ακόμη κι αν σε ακούει, δεν μασάει. Είναι πολύ πιο έτοιμος να δει πίσω από τα γεγονότα και πίσω από αυτό που του λέει ο δημοσιογράφος.
Το πιστεύετε πραγματικά;
Το πιστεύω και το ελπίζω. Εγώ ποτέ δεν έδωσα γραμμή, δεν εκτελούσα ατζέντες άλλων. Είμαι γνωστή ατίθαση εγώ της δημοσιογραφίας και για αυτό είχα πολλές συγκρούσεις στην καριέρα μου. Ότι ο καθένας μας έχει μία θεώρηση των πραγμάτων, ότι δεν υπάρχει αποστειρωμένη δημοσιογραφική θέση, αυτό είναι δεδομένο. Η αντικειμενική δημοσιογραφία εξαντλείται στην παράθεση των γεγονότων με απόλυτη ακρίβεια. Το ότι υπάρχουν υποκειμενισμοί- γιατί ο καθένας μας είναι κομιστής μιας άποψης- αυτό είναι επίσης δεδομένο Και εκεί είναι ο μεγάλος αγώνας που πρέπει να κάνει κανείς: να μη θεωρεί ότι είναι η αυθεντία της άποψης. Θέλει τεράστια ωριμότητα αυτό και έχω την εντύπωση ότι εγώ το παλεύω. Πρέπει να έχεις κάνει τις διαδρομές σου και να μην έχεις τόση ανάγκη να βγάλεις την προσωπική σου άποψη. Αυτό είναι μεγάλο θέμα στην δουλειά που κάνουμε στην τηλεόραση. Την περνάς την κοσμοθεωρία σου με το «και», με το κόμμα, με τον τονισμό της φωνής, τη γλώσσα του σώματος. Το θέμα είναι πως μπορείς να τα ισορροπείς ώστε και ο θεατής να τα δει όλα αυτά.
Μιλώντας για γλώσσα σώματος και τονισμούς, θυμάμαι αυτό το «Ναι, ναι» στην κουβέντα σας με τον Ηλία Κασιδιάρη στη συνέντευξη που του κάνατε στο δελτίο ειδήσεων. Πιστεύω ότι ήταν η έκφραση της στάσης που είχατε απέναντι στον καλεσμένο σας...
Είχα έναν άνθρωπο που ήταν επιρρεπής σε μια επιθετικότητα την οποία ήθελα να αποφύγω, προκειμένου να μπούμε στην ουσία κάποιων θεμάτων για να φανεί μέσα από ένα ερώτημα ποιά ήταν η πραγματική του στάση. Ξέρετε τη θυμάμαι κι εγώ αυτή τη συνέντευξη. Αυτή ήταν η σκέψη που είχα πριν μπω στο στούντιο: πως θα συγκροτήσω ερωτήματα to the point, αποφεύγοντας την επιθετική στάση που θα έφευγε από την ουσία των πραγμάτων. Ήθελα να εκμαιεύσω μια σαφή απάντηση. Επέμενε, και τον ρώτησα αν θα έκαναν τα ίδια στους πάγκους των παράνομων μικροπωλητών αν αυτοί ήταν Έλληνες. Και εκμαίευσα μια θέση γιατί μου απάντησε «ναι, το ίδιο θα κάναμε».
Πολλοί συνάδελφοί σας δηλώνουν πως δεν επιθυμούν να φιλοξενήσουν εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής.
Η πρώτη σκέψη που έκανα για το θέμα αυτό – που προφανώς με έχει απασχολήσει- δεν ήταν πως μπορώ ως δημοσιογράφος να αντιμετωπίσω φαινόμενα οριακά έξω από το δημοκρατικό τόξο. Σκέφτηκα αν ήμουν εγώ βουλευτής πως θα μπορούσα να τους αντιμετωπίσω μέσα στη Βουλή. Και η απάντηση είναι πως είμαι υποχρεωμένη, από τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι έχουν σταλεί στο Κοινοβούλιο από ένα κομμάτι του ελληνικού λαού μέσα από δημοκρατική εκλογική διαδικασία, να αναγνωρίσω τη συνύπαρξή μας. Το θέμα είναι να μην τους δώσεις βήμα αφήνοντάς τους να βυσσοδομήσουν πάνω σε αυτό που πιστεύουν ότι είναι διάλογος. Αν είμαστε σε προεκλογική περίοδο είμαστε συνταγματικά υποχρεωμένοι να τους δώσουμε βήμα, κατά τα λοιπά πρέπει να τους βάζουμε τις οριογραμμές του διαλόγου. Δεν έχω κανέναν λόγο να αποφύγω έναν διάλογο προκειμένου να εκθέσω αυτό που θεωρώ αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Παρόλο που είναι εκλεγμένοι στο κοινοβούλιο οπότε τη νομιμοποίηση την έχουν (το ερώτημα είναι γιατί οι συμπολίτες μας θέλησαν να έχουν εκπροσώπηση από το συγκεκριμένο κόμμα), θεωρώ σαν δημοσιογράφος πως είναι πολύ προκλητικό να βάλεις τα πλαίσια διαλόγου και να κάνεις τον άλλο να μιλήσει. Αυτή είναι μια πρόκληση στη διαχείριση ανθρώπων και καταστάσεων, την οποία την αγαπώ. Αν εγώ έχω απόλυτη αντίθεση με αυτό που κομίζουν στην ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή, τι το καλύτερο από το να μπορώ να τους ξεσκεπάζω. Από τη στιγμή βεβαίως που έχω την θέση και άποψη ότι η πολιτική συμπεριφορά τους είναι έξω από το δημοκρατικό τόξο.
Είχε προηγηθεί το επεισόδιο με την επίθεση στη Λιάνα Κανέλλη ζωντανά στον ΑΝΤ1.
Ήταν φρικώδες. Ξέρετε, εκείνη την περίοδο είχα κάνει και εγώ συνέντευξη με τον Ηλία Κασιδιάρη στο δελτίο της κρατικής τηλεόρασης, στο πλαίσιο της προεκλογικής αναγκαιότητας εκπροσώπησης των υποψήφιων κομμάτων και της αναλογικότητας. Είχα επιλέξει να γίνει face to face, προκειμένου να έχω αντιπαράθεση με τα δημοσιογραφικά ερωτήματα που εκπροσωπούν ερωτήματα πολιτών. Ο τρόπος που διαχειρίζεσαι και τα πρόσωπα και τις συζητήσεις για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Εγώ δεν θέλω να προκαλέσω επεισόδιο. Δεν θέλω να προκληθούν σαματάς και χαστούκια.
Εννοείτε ότι ο Γιώργος Παπαδάκης δεν το χειρίστηκε σωστά;
Όχι, δεν λέω αυτό. Θα με ρωτήσετε «δε μπορείς να το αποφύγεις;" Αυτό δεν μπορώ να σας το πω, μπορεί κάποιος να έρθει στην εκπομπή με την πρόθεση να προκαλέσει επεισόδιο. Ξέρω, όμως, ότι πολλά πράγματα μπορείς να τα διαχειριστείς. Με έναν τρόπο που πιθανόν να εκτονώνει ακόμη και τις χειρότερες προθέσεις.
Σας έχουν απειλήσει ποτέ στην καριέρα σας;
Όχι. Και θυμάμαι ότι παλαιότερα υπήρχε ένα άλλο είδος ασύμμετρου κινδύνου μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο – τελείως διαφορετικής κατηγορίας, βέβαια:Ο μακαρίτης ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος. Έχω την αίσθηση ότι ήμουν από τους ανθρώπους που τον διαχειρίζονταν με έναν τρόπο που έβγαζε μεν όλο εκείνο το εκρηκτικό ταπεραμέντο, αλλά χωρίς ακρότητες, χωρίς να τα βροντήσει και να φύγει από το στούντιο. Είχα βρει έναν τρόπο διαχείρισής του.
Θυμίστε μου πως σας έλεγε;
Τσούγδω.
Που σημαίνει;
Μου είχε πει ότι σημαίνει τσουχτερός λόγος. Πιστεύω πολύ στη διαχείριση των ανθρώπων, στο διάλογο. Και το πιστεύω αυτό και στις σχέσεις μου στην ιδιωτική ζωή. Είμαι πολύ του face to face.
Πώς ετοιμάζεται κανείς για μια διαχείριση, για παράδειγμα του γλωσσικού ολισθήματος του Μένη Κουμαντρέα για τους βιασμούς:
Ήταν πολύ άτυχη στιγμή, είμαι σίγουρη ότι δεν το εννοούσε. Του απάντησα αμέσως ότι «δεν υπάρχει τέτοιο θέμα κύριε Κουμανταρέα». Αισθάνθηκα την ανάγκη να τον προστατεύσω, αλλά και να κόψω αυτό το θέμα. Δεν ήθελα να ασελγήσω εγώ πάνω του. Σας έλεγα πριν για τους χειρισμούς: ήταν πάρα πολύ δύσκολη στιγμή αυτή. Ο Κουμανταρέας είναι ένας άνθρωπος που δεν πρέπει να ακυρωθεί από μια ακραία άτυχη στιγμή. Ήταν 12 τη νύχτα, σε ένα στούντιο μακριά από εμάς, σε αυτή την ηλικία... δεν ξέρεις ποτέ πως μπορεί να του ήρθε να πει κάτι τέτοιο, το οποίο προφανώς δεν ήθελε να το πει. Κάτι άλλο εννοούσε, ήθελε να το πει σε μια λογοτεχνική ατμόσφαιρα ίσως. Αυτό που ακολούθησε το θεώρησα φυσικό, ξέρω ότι τέτοιου τύπου τοποθετήσεις επειδή είναι ακραίες επισείουν αντίστοιχη ακραία τοποθέτηση. Ζούμε σε μια εποχή που η βία μιλάει με τη βία. Έχω μια πολύ φυσική τάση – λόγω χαρακτήρα και ωριμότητας ίσως- να αποκρούω και τη βία σαν θέση και τη βία σαν αντίδραση. Αυτή τη στιγμή με ενοχλεί αυτό που γίνεται. Η βία μιλάει στη βία, είναι κάτι το οποίο μας φτάνει στο καναβάτσο και μας σπρώχνει όλους. Και αυτή η οικονομική κρίση με βιαιότητα ήρθε. Και η ψυχολογική μας προσαρμογή έχει μια βιαιότητα. Πως προσαρμόζεσαι σε κάτι που δεν έχει βήματα, αλλά μια απότομη κορύφωση.
Φοβάστε;
Βαθιά μέσα μου δε φοβάμαι, γιατί αισθάνομαι ήσυχη. Αισθάνομαι ότι δεν προκαλώ βίαιες καταστάσεις από την δημοσιογραφική διαχείριση της περιόδου που διανύουμε. Όμως η βίαιη ατμόσφαιρα δεν έχει λογική και απειλεί τους πάντες. Με αυτή τη λογική, ναι αισθάνομαι γενικά το φόβο.
Γιατί δεν αρθρογραφείτε;
Όσο είχα το ellispoint έγραφα, αλλά όταν πήγα στην ΕΡΤ έπρεπε να σταματήσω γιατί υπήρχε το ασυμβίβαστο. Ποιος ξέρει, ίσως το ξανακάνω τώρα που δεν υπάρχει ασυμβίβαστο. Ξέρετε, θεωρώ ότι είναι πολύ εξειδικευμένο πράγμα η τηλεόραση. Δόθηκα απόλυτα στον προφορικό λόγο και στην εικόνα. Είναι αυτό που με εκφράζει πιο πολύ.
Βιβλίο θα γράψετε κάποια στιγμή; Ένα βιβλίο με τη δική σας ανάγνωση της επικαιρότητας;
Τέτοιο βιβλίο όχι, δεν θέλω να γράψω. Δεν θέλω να αναμασήσω τον εαυτό μου και ό,τι έχω κάνει ως δημοσιογράφος.
Τι βιβλίο θέλετε να γράψετε;
Θα έγραφα κανονικά! Θα έγραφα μυθιστόρημα. Το έχω σκεφθεί, με γοητεύει η ιδέα, αλλά δεν θα έλεγα ότι έχω φτάσει στο σημείο να κάτσω κάτω και να αρχίσω να το γράφω.
Είστε ικανοποιημένη από το δελτίο που παρουσιάζετε;
Εγώ ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένη. Έχω ζητήσει να κάνουμε κι άλλα πράγματα στον τομέα της σύγκλισης, της ζωντάνιας. Είμαι τολμηρή στο πως παρουσιάζουμε τα πολιτικά θέματα, θα τα έκανα πιο δυναμικά, κριτικά. Σκαλίζοντας περισσότερο το ρεπορτάζ, ας πούμε. Μου αρέσει ο δημοσιογράφος που θα έρθει και δεν θα μου πει απλά τι λένε στην Κουμουνδούρου. Θέλω να μου πει «στην Κουμουνδούρου λένε αυτό, αλλά συμβαίνει και εκείνο». Μου αρέσει αυτό, αλλά φοβάμαι ότι υπάρχει ένας δισταγμός στην κρατική τηλεόραση. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν οι παθογένειες του παρελθόντος που δεν έχουν πεθάνει.
Yπάρχουν επίσης τα τηλέφωνα από γραφεία υπουργών;
Να σας πω κάτι; Εγώ δεν έχω λάβει ποτέ τέτοια τηλεφωνήματα, ούτε στο παρελθόν, ούτε τώρα. Προσωπικά δεν με έχουν πιέσει. Δεν είμαι αυτήκοος μάρτυρας. Το να μου πουν, να ακούσω και να εικάσω, είναι μια άλλη υπόθεση. Αλλά εγώ δεν έχω λάβει τέτοια τηλεφωνήματα. Πιστεύω ότι όσο πιο ανεξάρτητος είσαι, τόσο πιο καλά συνεργάζεσαι. Δεν πρέπει να είσαι ασύδοτος σε οτιδήποτε. Πρέπει να ξέρεις σε πιο πλαίσιο βρίσκεσαι κάθε φορά, δεν θα πάρω εγώ μια μολότοφ να την πετάξω στη δημόσια τηλεόραση. Αλλά όταν η συζήτηση είναι στη βάση της ανεξαρτησίας του ρόλου σου, ε τότε εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι της Δημοκρατίας. Δεν σου λέω ότι κάνω ό,τι μου καπνίσει εμένα. Έχω ρόλο. Και ο ρόλος του δημοσιογράφου πρέπει να είναι σεβαστός. Όπως πρέπει να σεβόμαστε και τον ρόλο του πολιτικού γιατί το βλέπουμε κι αυτό, να απαξιώνουν οι δημοσιογράφοι τον ρόλο των πολιτικών. Ε, από αυτή την απαξίωση γεννιέται η βία που λέω εγώ. Η κατάρτιση της ύπουλης ατζέντας. Δεν με ενδιαφέρει να υπάρχω ως δημοσιογράφος αν μου λένε οι άλλοι τι να κάνω. Με ενδιαφέρει να συνδιαλλαγώ και να πείσω. Όχι να επιβάλλω την άποψή μου, αλλά να πείσω.
Πώς «κλείσατε» τη συνέντευξη με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου; Υπήρξαν όροι;
Δεν υπήρξε κανένας όρος. Υπήρξε διαπραγμάτευση, σαν κι αυτή που μόλις σας περιέγραψα. Του ζήτησα καιρό πριν τη συνέντευξη, επέμεινα και δέχθηκε. Με τον Παπακωνσταντίνου η διαχείρισή μου έπρεπε να είναι σκληρή, αλλά χωρίς να κανίβαλίσω πάνω σε έναν άνθρωπο που είναι πεσμένος. Αυτό θα το κάνω κάθε φορά. Στον Κασιδιάρη ήθελα να κόψω την επιθετικότητα που θα αναιρούσε την ουσία των απαντήσεων, ενώ από τον Παπακωνσταντίνου ήθελα να πάρω απαντήσεις και να εκδηλωθεί με τη γλώσσα του σώματος και αυτά που ήθελε να πει. Δεν είχα καμία διάθεση να τον αρχίσω στα χαστούκια. Κάποιοι είπαν ότι έπρεπε να το κάνω. Θεωρώ ότι σε συνεντεύξεις που ο συνομιλητής είναι σε δύσκολη φάση στη ζωή του, μιλάει πολύ έντονα η γλώσσα του σώματος. Αυτό ένας δημοσιογράφος πρέπει να τα αφήνει να φανούν ή και να τα εκμαιεύει ως στοιχεία της απάντησης. Κάθε καλεσμένος έχει τελείως διαφορετική μεταχείριση. Είναι ψυχαναλυτικό το πλαίσιο.
Έγινε χαλασμός στο twitter την ώρα της μετάδοσης της συνέντευξης. Όμως τα νούμερα τηλεθέασης δεν ήταν τα αναμενόμενα.
Τα νούμερα της ΕΡΤ, είναι νούμερα που πολλές φορές και στο παρελθόν δεν θα τα έχουμε πιστέψει. Δεν ξέρω τι δείγμα έχουν οι μετρήσεις τηλεθέασης, δεν ξέρω αν είναι σήμερα αντιπροσωπευτικό, πότε το άλλαξαν τελευταία φορά. Σήμερα νομίζω έχει αλλάξει τελείως αυτό που θέλει η κοινωνία. Τα τριαλαριλαρά δεν είμαι σίγουρη ότι τα θέλουν με την ίδια διάθεση. Είναι δείγμα και οδηγός τα νούμερα της τηλεθέασης αλλά δεν έχουν σχέση με ουσία. Δεν νομίζω ότι η μέτρηση της τηλεθέασης στη σημερινή συγκυρία παίζει τον ρόλο που έπαιζε κάποτε. Το ίδιο έγινε και με τη συνέντευξη του Τσίπρα.
Σχολιάστηκε ότι υπήρχε μια ατμόσφαιρα φλερτ σε αυτή τη συνέντευξη (γελάμε)
Αυτό δεν είναι κάτι που το ακούω τώρα. Και στο περίφημο προεκλογικό debate -που δεν έγινε τελικα - πάλι τα ίδια πράγματα ακούστηκαν επειδή με είχαν προτείνει από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια χαριτωμενιά που χρησιμοποιείται πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια στις face to face συνεντεύξεις που κάνω.
Από τον Γιώργο Παπανδρέου έχετε ζητήσει συνέντευξη;
Ναι (παύση). Aπ'όλους που μπορείτε να φανταστείτε έχω ζητήσει.
Πώς είναι οι σχέση σας, η συνεργασία σας με τον Αιμίλιο Λιάτσο και τον διευθυντή ειδήσεων Βασίλη Θωμόπουλο;
Αν σας πω ότι έχω καλές σχέσεις δεν θα το πιστέψετε ε; Έχουμε καλές σχέσεις, επειδή θέλω να έχουμε καλές σχέσεις. Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να συνεργαζόμαστε.
Σας είχε σοκάρει η ΕΔΕ που έγινε σε βάρος σας και η προσωρινή σας απομάκρυνση από το δελτίο;
Πάρα πολύ. Ήταν βία. Βία χωρίς αντικείμενο. Αλλά επειδή έχω συνηθίσει να ξεπερνάω τις καταστάσεις, δεν μου αρέσει να τις κουβαλάω ποτέ προς τα μπρος. Επιπλέον, θέλω να είμαι και καλόπιστη. Θέλω να πιστεύω ότι κάτι κακό δεν οδηγεί σε κάτι άλλο κακό. Ότι πολλά κακά είναι παρεξήγηση και όχι σκοπιμότητες. Δίνω τα καλύτερα που έχω να δώσω στη δουλειά και μόνο αυτό με ενδιαφέρει. Δεν πήγαμε να δουλέψουμε στην ΕΡΤ για να κάνουμε παρέες και να βγαίνουμε το βράδυ να διασκεδάσουμε.
Με τι θυμώνετε;
Θυμώνω δύσκολα. Θύμωσα με αυτά που συμβαίνουν, με τη βία που βγαίνει από τα παιδιά και τη βία που βγαίνει από την αστυνομία. Είναι πολύ ανώριμη η διαχείριση που κάνουμε και θα μας πάει σε χειρότερα μονοπάτια. Ξέρετε, έχω αρχίσει και ελέγχω το διαπροσωπικό θυμό, θυμώνω με καταστάσεις πια. Θύμωσα τώρα που έκλεισε η ΕΡΤ. Έπρεπε να έχουμε φροντίσει να λύσουμε τα θέματα και να μην κλείσει.
Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνικής που χρησιμοποιείτε στις συνεντεύξεις σας;
Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι απέναντί σου, τι έχει πει και τι έχει κάνει. Και να σκεφθείς πάνω σε αυτά. Έτσι φτιάχνεις μέσα σου τη σκαλέτα των ερωτήσεων - πρέπει να έχεις κάνει νοερά από πριν την συνέντευξη. Για να τον πλησιάσεις τον καλεσμένο, πρέπει να τον σεβαστείς και να τον κάνεις να ανοιχτεί. Τον ανοίγεις, λοιπόν. Πρέπει να είσαι ο ψυχαναλυτής του. Ο ψυχαναλυτής που θα διαλέξει και που δεν θα κλειστεί απέναντί σου στην πορεία της συζήτησης. Δεν εννοώ να τον κάνεις να σου πει μια μεγάλη είδηση, αλλά να αφήσει τον θεατή να δει ποιος είναι πραγματικά αυτός ο άνθρωπος. Θα έλεγα «άσε με να είμαι ο ψυχαναλυτής που αγαπάς να μιλάς».